Anonymous

παραπείθω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] auf listige, betrügerische Weise überreden, beschwatzen, durch listiges Zureden besänftigen, auch ohne den Nebenbegriff des Betrugs, ὡς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας, Il. 13, 788. 23, 606 u. öfter, σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ, 23, 37, vgl. Od. 24, 119; auch in der poet. Form παραιπεπιθοῦσα, Il. 23, 40, wie Μέντορ, μή σ' ἐπέεσσι [[παραιπεπίθῃσιν]] Ὀδύσσεύς, Od. 22, 213; παράπεισον δὲ σόν, ὃν λισσόμεθ', [[ἐλθεῖν]] [[τέκνον]], Eur. Suppl. 60; und in Prosa, μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας παραπείσῃ ὁ [[λόγος]] Plat. Legg. X, 892 d, u. Folgde, wie Luc. Pisc. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] auf listige, betrügerische Weise überreden, beschwatzen, durch listiges Zureden besänftigen, auch ohne den Nebenbegriff des Betrugs, ὡς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας, Il. 13, 788. 23, 606 u. öfter, σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ, 23, 37, vgl. Od. 24, 119; auch in der poet. Form παραιπεπιθοῦσα, Il. 23, 40, wie Μέντορ, μή σ' ἐπέεσσι [[παραιπεπίθῃσιν]] Ὀδύσσεύς, Od. 22, 213; παράπεισον δὲ σόν, ὃν λισσόμεθ', [[ἐλθεῖν]] [[τέκνον]], Eur. Suppl. 60; und in Prosa, μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας παραπείσῃ ὁ [[λόγος]] Plat. Legg. X, 892 d, u. Folgde, wie Luc. Pisc. 18.
}}
{{ls
|lstext='''παραπείθω''': μέλλ. -πείσω, Ἐπικ. ἀόρ. παρ- ἢ παραιπέπιθον· - προσελκύω διὰ τῆς πειθοῦς, [[καταπείθω]], Πηλείωνα ... σπουδῇ παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, πρβλ. Ὀδ. Ω. 119· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ ἐξαπατᾶν ἢ δολιεύεσθαι, ἐπέεσαι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ Ἰλ. Ξ. 208· παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας Ν. 788, πρβλ. Ζ. 120· ὅς μ’ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσὶ Ὀδ. Ξ. 290· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μή σ’ ἐπέεσι [[παραιπεπίθῃσιν]] [[Ὀδυσσεύς]], μνηστήρεσσι μάχεσθαι Ὀδ. Χ. 313· παράπεισον ... ἐλθεῖν ... Ἰσμηνόν Εὐρ. Ἱκέτ. 59· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας ... παραπείσῃ, μᾶς ἐξαπατήσῃ, Πλάτ. Νόμ. 892D. - Παθ., παραπεπεῖσθαι, Ἀριστ. de Lin. Insec 21.
}}
}}