Anonymous

κτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1517.png Seite 1517]] ion. [[κτέομαι]], Her. 8, 112, wie conj. κτέωμαι, 3, 98; perf. κέκτημαι, auch ἐκτῆσθαι, Il. 9, 402, u. gew. bei Her., ἐκτέαται, 4, 23. 174; auch Aesch. ἐκτημέναι, Prom. 797, u. als v. l. Plat. Prot. 340 e, u. sonst an einzelnen Stellen; dazu conj. κεκτῆται, Xen. Conv. 1, 8, Plat. Legg. XI, 736.b, κεκτῆσθε, Isocr. 3, 49; opt. κεκτῴμην, Eur. Heracl. 283, oder κεκτῇτο, Plat. Legg. V, 742 e; – <b class="b2">sich erwerben</b>, sich verschaffen, in seinen Besitz bringen; κτήμασι τέρπεσθαι, τὰ [[γέρων]] ἐκτήσατο [[Πηλεύς]] Il. 9, 400, vgl. Od. 14, 14; selten = einem Andern Etwas erwerben, τινί τι, 20, 265; φιάλας ἵπποι κτησάμεναι Pind. N. 9, 52; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ Aesch. Pers. 741; κτήσεται δ' [[ἄνευ]] δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν Eum. 289; παῖδας ἔκ τινος Eur. I. T. 696; vgl. Soph. O. R. 1499; auch κακά, El. 992, wie Eur. Med. 1047; ξυμφοράς Or. 542; θεᾶς ὀργήν, sich den Zorn zuziehen, Soph. Ai. 764; τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην, ich zog mir den Vorwurf der Gottlosigkeit zu, Ant. 915, womit Eur. Med. 218 zu vgl., ἐκτέετο χρήματα Her. 8, 112; ἀπολαύουσι τάχιστα διὰ.τὸ ἀεὶ κτᾶσθαι, weil sie immer auf Erwerb bedacht sind, Thuc. 1, 70; εὔνοιαν, ἔχθραν, 1, 42, ἑταίρους, Plat. Gorg. 461 c, wie τινὰ πολέμιον, sich Jemanden zum Feinde machen, Xen. An. 5, 5, 17; Folgende überall; τὶ [[πρός]] τινος, Eur. Heracl. 167, ἔκ τινος, Xen. Cyr. 8, 2, 22; [[παρά]] τινος, Hier. 1, 13; Dem. 18, 94; auch κτήσει τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Isocr. 5, 68. – Perf. κέκτημαι, sich erworben haben, dah. <b class="b2">besitzen, haben</b>, φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1021; dazu fut. κεκτήσεται, er wird besitzen, haben, Prom. 1008; ἔχων τε καὶ κεκτημένος vrbdt Soph. Ant. 1265, wie Plat. Rep. II, 382 b; unterschieden aber Theaet. 199 a; οὔ τι γὰρ κεκτήμεθα ἡμέτερον αὐτὸ τὸ [[σῶμα]], πλὴν ἐνοικῆσαι βίον Eur. Suppl. 534, λαβὼν ταῦτα, κέκτησο καὶ χρῶ, ὥςπερ βούλει Xen. Cyr. 8, 3, 46; Plat. u. A. ὁ κεκτημένος, der <b class="b2">Herr</b>. – Aor. pass. in passiver Bdtg, ἃ ἐκτήθη Thuc. 1, 123, Eur. Hec. 449 u. Sp., wie D. Hal. 10, 27; so auch κεκτημένος in passiver Bdtg, Thuc. 7, 70, wie Plat. Legg. XII, 965; sehr späte Schriftsteller brauchen so das praes., vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 1, 895. – Adj. verb.; κτητέον χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα Plat. Rep. II, 373 a; [[κτητός]] s. unten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1517.png Seite 1517]] ion. [[κτέομαι]], Her. 8, 112, wie conj. κτέωμαι, 3, 98; perf. κέκτημαι, auch ἐκτῆσθαι, Il. 9, 402, u. gew. bei Her., ἐκτέαται, 4, 23. 174; auch Aesch. ἐκτημέναι, Prom. 797, u. als v. l. Plat. Prot. 340 e, u. sonst an einzelnen Stellen; dazu conj. κεκτῆται, Xen. Conv. 1, 8, Plat. Legg. XI, 736.b, κεκτῆσθε, Isocr. 3, 49; opt. κεκτῴμην, Eur. Heracl. 283, oder κεκτῇτο, Plat. Legg. V, 742 e; – <b class="b2">sich erwerben</b>, sich verschaffen, in seinen Besitz bringen; κτήμασι τέρπεσθαι, τὰ [[γέρων]] ἐκτήσατο [[Πηλεύς]] Il. 9, 400, vgl. Od. 14, 14; selten = einem Andern Etwas erwerben, τινί τι, 20, 265; φιάλας ἵπποι κτησάμεναι Pind. N. 9, 52; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ Aesch. Pers. 741; κτήσεται δ' [[ἄνευ]] δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν Eum. 289; παῖδας ἔκ τινος Eur. I. T. 696; vgl. Soph. O. R. 1499; auch κακά, El. 992, wie Eur. Med. 1047; ξυμφοράς Or. 542; θεᾶς ὀργήν, sich den Zorn zuziehen, Soph. Ai. 764; τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην, ich zog mir den Vorwurf der Gottlosigkeit zu, Ant. 915, womit Eur. Med. 218 zu vgl., ἐκτέετο χρήματα Her. 8, 112; ἀπολαύουσι τάχιστα διὰ.τὸ ἀεὶ κτᾶσθαι, weil sie immer auf Erwerb bedacht sind, Thuc. 1, 70; εὔνοιαν, ἔχθραν, 1, 42, ἑταίρους, Plat. Gorg. 461 c, wie τινὰ πολέμιον, sich Jemanden zum Feinde machen, Xen. An. 5, 5, 17; Folgende überall; τὶ [[πρός]] τινος, Eur. Heracl. 167, ἔκ τινος, Xen. Cyr. 8, 2, 22; [[παρά]] τινος, Hier. 1, 13; Dem. 18, 94; auch κτήσει τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Isocr. 5, 68. – Perf. κέκτημαι, sich erworben haben, dah. <b class="b2">besitzen, haben</b>, φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1021; dazu fut. κεκτήσεται, er wird besitzen, haben, Prom. 1008; ἔχων τε καὶ κεκτημένος vrbdt Soph. Ant. 1265, wie Plat. Rep. II, 382 b; unterschieden aber Theaet. 199 a; οὔ τι γὰρ κεκτήμεθα ἡμέτερον αὐτὸ τὸ [[σῶμα]], πλὴν ἐνοικῆσαι βίον Eur. Suppl. 534, λαβὼν ταῦτα, κέκτησο καὶ χρῶ, ὥςπερ βούλει Xen. Cyr. 8, 3, 46; Plat. u. A. ὁ κεκτημένος, der <b class="b2">Herr</b>. – Aor. pass. in passiver Bdtg, ἃ ἐκτήθη Thuc. 1, 123, Eur. Hec. 449 u. Sp., wie D. Hal. 10, 27; so auch κεκτημένος in passiver Bdtg, Thuc. 7, 70, wie Plat. Legg. XII, 965; sehr späte Schriftsteller brauchen so das praes., vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 1, 895. – Adj. verb.; κτητέον χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα Plat. Rep. II, 373 a; [[κτητός]] s. unten.
}}
{{ls
|lstext='''κτάομαι''': Ἰων. [[κτέομαι]] Ἡρόδ. 8. 112., 3, 98: ― μέλλ. κτήσομαι Τραγ., Ἀττ. πεζογρ.· [[ὡσαύτως]] κεκτήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 1017, Εὐρ. Βάκχ. 514, Πλάτ. Γοργ. 467Α· (ἐκτήσομαι ἐν Λάχ. 192Ε)· ― ἀόρ. ἐκτησάμην, Ἐπικ. κτ-, Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. κέκτημαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ἔκτημαι Ἰλ. Ι. 402, Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Πρ. 795, Ἀνδοκ. 28. 12, καὶ [[ἐνίοτε]] παρὰ Πλάτ. (κεκτήμεθα καὶ ἐκτῆσθαι, κεῖνται οὐ μακρὰν [[ἀλλήλων]] ἐν Πολ. 505Β)· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέαται Ἡρόδ. 2. 44., 4. 23· ὑποτακτ. κέκτωμαι Ἰσοκρ. 37Α, Πλάτ., κτλ.· εὐκτ. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο, Πλάτ. Νόμ. 731C, 742Ε, ἢ κεκτῴμην Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 282· ὑπερσ. ἐκεκτήμην Ἀνδοκ. 10. 19., 34. 29, Λυσ., κτλ., ποιητ. κεκτήμην Εὐρ. Ι. Α. 404· Ἰων. γ΄ πληθ. [[ἐκτέατο]] Ἡρόδ. 2. 108· ― περὶ τοῦ μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. Ἀποθ. ([[ὅθεν]] [[κτέανον]], [[κτεατίζω]], κτλ.· πρβλ. [[κτίζω]]). Ι) ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ., Ι) ἀποκτῶ δι᾿ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν κατοχὴν μου, πορίζομαι, [[κερδίζω]], [[προμηθεύομαι]], κτήμασι τέρπεσθαι τὰ [[γέρων]] ἐκτήσατο Πηλεὺς Ἰλ. Ι. 400, κτλ.· [[οἰκῆας]] Ὀδ. Ξ. 4· γῆν Αἰσχύλ. Εὐμ. 289, πρβλ. Πέρσ. 770· ἐπὶ ἵππων, [[κερδίζω]] (ὡς [[βραβεῖον]]), Πινδ. Ν. 9. 124· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106· ἀποκτῶ, [[κερδίζω]] τὴν εὔνοιάν τινος, κ. τ. τ., [[χάριν]] ἀπό τινος Σοφ. Τρ. 471· ἔκ τινος Φιλ. 1370· [[παρά]] τινος Ξεν. Συμπ. 4, 43· τὴν εὔνοιαν τὴν [[παρά]] τινος Ἰσοκρ. 95Ε, πρβλ. Σοφ. Φ. 1281· κ. φίλους, ἑταίρους ὁ αὐτ. Αἴ. 1360, Εὐρ. Ορ. 804· κτήσασθαι παῖδας ἐκ γυναικὸς Εὐρ. Ι. Τ. 696, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1499· παῖδας ἐς δόμους κτᾶσθαι Εὐρ. Ἀποσπ. 494, πρβλ. Ἱκέτ. 225· [[πολλάκις]] δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον [[εἶναι]] Δημ. 16. 4. β) ἐπὶ κακῶν καὶ δυστυχημάτων, [[ἐπισύρω]] κατ᾿ [[ἐμαυτοῦ]], αὑτῷ θάνατον Σοφ. Αἴ. 968· [[ὑποπίπτω]] εἴς τι, ὀργὴν θεᾶς [[αὐτόθι]] 777· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1004· ξυμφορὰς Εὐρ. Ὀρ. 543 ἔχθραν [[πρός]] τινα Θουκ. 1. 42· δυσσέβειαν κτ., ἀποκτῶ φήμην ἀσεβείας, Σοφ. Ἀντ. 924 (πρβλ. ῥαθυμία)· κακὸν λόγον [[πρός]] τινος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 167. γ) κ. τινὰ πολέμιον, [[κάμνω]] τινὰ ἐχθρόν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 17. 2) [[πορίζω]], ἀποκτῶ δι᾿ ἕτερον, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο [[κεῖνος]] Ὀδ. Υ. 265· μέγαν τέκνου πλοῦτον ἐκτήσω Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 15, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. [[μετὰ]] μέλλ. κεκτήσομαι, ἔχω ἀποκτήσῃ, δηλ. ἔχω, [[κατέχω]], ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου (ἀντίθετ. τῷ χρῆσθαι, Πλάτ. Εὐθύδ. 280D), οὐδ᾿ ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Ἰλ. Ι. 402· ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Ἡρόδ. 1. 155· στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι ὁ αὐτ. 7. 161· κοινὸν ὄμμ᾿ ἐκτημέναι Αἰσχύλ. Πρ. 795· φωνὴν βάρβαρον κεκτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1051· κεκτ. τινὰ σύμμαχον Εὐρ. Βάκχ. 1343· κ. [[κάλλος]], ἀρετήν, τέχνην, κτλ., Ξεν. Πλάτ., κτλ.· [[ἐνίοτε]] καὶ κατ᾿ ἀόρ., ἀγορὰς κτησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσει χρέωνται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 8. 105, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 274· ― ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐνεστ. καὶ πρκμ. φαίνεται σαφῶς ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, ἃ χρήματα καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους... ποιεῖ ζῆν. β) ἐπὶ κακῶν, κεκτ. [[ἄγος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 1017· κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 272· φθόνον Πλάτ. Νόμ. 870C· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἔχω, ἔχων τε καὶ κεκτημένος... κακά, δηλ. τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τὰ δὲ ἐν δόμοις, Σοφ. Ἀντ. 1278· ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ [[ψεῦδος]] Πλάτ. Πολ. 382Β, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Θεαίτ. 199Α. 2) ὁ κεκτημένος, [[κάτοχος]], [[κύριος]] ([[κυρίως]] δούλων), ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐμοῦ κ. Σοφ. Φιλ. 778, Ἀριστοφ. Πλ. 4, κτλ.· οἱ κεκτ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 336 ἐπὶ τοῦ συζύγου γυναικός, Εὐρ. Ι. Α. 715· ἡ κεκτημένη, ἡ [[κυρία]] μου, Σοφ. Ἀποσπ. 700, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1126, ἴδε Meineke εἰς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Σατύροις» 6. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ παθ. ἐκτήθην, ἐπὶ παθητ. σημασίας, ἃ ἐκτήθη Θουκ. 1. 123., 2. 36· [[δουλόσυνος]] κτηθεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 449· οὕτω Διον. Ἁλ. 10. 27, κτλ.· οὕτω μέλλ. κτηθήσομαι Ἑβδ. (Ἱερ. ΛΘ΄, σπανιώτερον τὸ τοιοῦτον ἐν τῷ πρκμ. κέκτημαι, Πλάτ. Νόμ. 905Α· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ ἐνεστὼς ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν., Schäf Σχολ. Παρ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695.
}}
}}