Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέκτρον: Difference between revisions

From LSJ
6_21
(13_5)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, wie [[λέχος]], Lager, Bett, [[κεῖμαι]] ἐνὶ λέκτρῳ, Od. 19, 516 u. öfter, bes, vom Ehebett, wie auch Pind. Διὸς Αἰγίνας τε [[λέκτρον]], N. 8, 6; [[πρίν]] ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 37, öfter, wie andere Tragg., ἦλθες ἐς νόθον [[λέκτρον]] Eur. Ion 545; öfter im plur., wo nur an ein Ehebett zu denken ist, bes. bei Eur. Auch bei sp. D., für Liebesgenuß.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τό, wie [[λέχος]], Lager, Bett, [[κεῖμαι]] ἐνὶ λέκτρῳ, Od. 19, 516 u. öfter, bes, vom Ehebett, wie auch Pind. Διὸς Αἰγίνας τε [[λέκτρον]], N. 8, 6; [[πρίν]] ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 37, öfter, wie andere Tragg., ἦλθες ἐς νόθον [[λέκτρον]] Eur. Ion 545; öfter im plur., wo nur an ein Ehebett zu denken ist, bes. bei Eur. Auch bei sp. D., für Liebesgenuß.
}}
{{ls
|lstext='''λέκτρον''': τό, (Ö ΛΕΧ, [[λέγω]] Α) ὡς τὸ [[λέχος]], ἀνάκλιντρον, [[κλίνη]], Λατ. lectus, Ὅμ. ([[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ.)· λέκτρονδε, εἰς τὴν κλίνην, Ὀδ. Θ. 292· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. Ἰλ. Χ. 503. Ὀδ., κτλ. ΙΙ. [[μετέπειτα]], τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἡ νυμφικὴ [[κλίνη]], Πινδ. Ν. 8. 11, Τραγ.· παρθένοις γαμηλίων λ. ἀγεύστοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· οὕτω, λέκτρων εὐναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 543· λέκτρων κοῖται Εὐρ. Ἄλκ. 925· κοίτης [[λέκτρον]] ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 437· [[ἀλλά]], τὸ δυσπάρευνον [[λέκτρον]], τὸν θανάτου πρόξενον γάμον, Σοφ. Τρ. 791· - [[ὅθεν]], γῆμαι λέκτρα τινός, νυμφεύομαί τινα, Εὐρ. Μήδ. 594· λέκτρα προδοῦναι, αἰσχύνειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 939, Ἱππ. 944, κτλ.· - ἀλλότρια, νόθα, δοῦλα λέκτρα, ἐπὶ παρανόμων γάμων, ὁ αὐτ.· πρβλ. [[λέχος]]. 2) ὁ [[καρπὸς]] τοῦ γάμου, [[τέκνον]], Ἀγάθυλλος παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 49.
}}
}}