3,274,917
edits
(13_6b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] auch 2 Endgn, wie [[ξανθός]], <b class="b2">gelblich</b>, bräunlich (nach Ath. eine Mittelfarbe zwischen [[ξανθός]] u. [[πυῤῥός]]); [[ἀηδών]], Aesch. Ag. 1113; ξουθῆς μελίσσης, Soph. frg. 464, wie Eur. I. T. 634; διὰ ξουθᾶν γενύων, Hel. 1111, wie Ar. Av. 214 von der Nachtigall; u. so ἀηδονίδες, Theocr. ep. 4, 11; [[ἱππαλεκτρυών]] Ar. Pax 1143 Ran. 930; sp. D. – Bei den Bienen erklärten es Einige für <b class="b2">schnell</b>, wie Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c sagt: ξουθοῖσιν ἀνέμοις φορούμενοι; doch scheint hier die Bdtg »sein«, »zart« vorzuziehen, wie Phot. erkl., [[λεπτόν]], ἁπαλόν, wenn man nicht eine bei späteren Dichtern wohl vorkommende Umstellung der Begriffe annehmen u. ξουθοῖσιν zum Vorigen ziehen will, wie Ep. ad. 416 (IX, 373), σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, von der Cicade gesagt, deren Flügel sonst ξουθά heißen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] auch 2 Endgn, wie [[ξανθός]], <b class="b2">gelblich</b>, bräunlich (nach Ath. eine Mittelfarbe zwischen [[ξανθός]] u. [[πυῤῥός]]); [[ἀηδών]], Aesch. Ag. 1113; ξουθῆς μελίσσης, Soph. frg. 464, wie Eur. I. T. 634; διὰ ξουθᾶν γενύων, Hel. 1111, wie Ar. Av. 214 von der Nachtigall; u. so ἀηδονίδες, Theocr. ep. 4, 11; [[ἱππαλεκτρυών]] Ar. Pax 1143 Ran. 930; sp. D. – Bei den Bienen erklärten es Einige für <b class="b2">schnell</b>, wie Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c sagt: ξουθοῖσιν ἀνέμοις φορούμενοι; doch scheint hier die Bdtg »sein«, »zart« vorzuziehen, wie Phot. erkl., [[λεπτόν]], ἁπαλόν, wenn man nicht eine bei späteren Dichtern wohl vorkommende Umstellung der Begriffe annehmen u. ξουθοῖσιν zum Vorigen ziehen will, wie Ep. ad. 416 (IX, 373), σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, von der Cicade gesagt, deren Flügel sonst ξουθά heißen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξουθός''': -ή, -όν, ἐπὶ χρώματος, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τοῦ ξανθοῦ καὶ τοῦ πυρροῦ (καθ’ Ἡσύχ.: «ξουθά· οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά»), κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, ἐπίθετ. τῆς μελίσσης (πρβλ. [[ξουθόπτερος]]), ξουθῆς μελίσσης ξηρόπλαστον [[ὄργανον]] Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 165, 633· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, Ἀριστοφ. Ὄρν. 676, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11· ἀλλαχοῦ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀηδόνος, διὰ ξουθῶν γενύων ἐλελιζομένα Εὐρ. Ἑλ. 1111· ἐλελιζομένη μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 224˙ δι’ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων... νόμους ἱεροὺς [[ἀναφαίνω]] [[αὐτόθι]] 744. ΙΙ. τὰ τελευταῖα [[ταῦτα]] χωρία φαίνεται ὅτι ἐννοοῦντο ὡς ἀναφερόμενα εἰς τὸν ἦχον οὐχὶ εἰς τὸ [[χρῶμα]], [[ὅθεν]] αἱ φράσεις: ξουθὴ [[χελιδών]], Βαβρ. 118. 10˙ ξ. [[μέλος]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 123˙ [[τέττιξ]] ξουθὰ λαλῶν, Ἀνθ. Π. 9. 373˙ ξ. πτέρυγες, ἐπὶ τῆς ἀκρίδος, [[αὐτόθι]] 7. 192˙ ξουθοὶ ἄνεμοι Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D. Ὁ Ἡσύχ. Καὶ οἱ γραμματ. (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημασιῶν) ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν καὶ τὴν σημασίαν: [[λεπτός]], [[ἁπαλός]], [[ὑγρός]], [[ὀξύς]] (πιθαν. διὰ τὴν ὑποτιθεμένην τῆς λέξεως παραγωγὴν ἐκ τοῦ ξύω, ξέω), ἴδε Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111. - Ἡ [[λέξις]] δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ [[μετὰ]] τὸν Πίνδ., καὶ [[τότε]] δὲ πιθανῶς μόνον παρὰ ποιηταῖς˙ - [[ἀλλά]], ΙΙΙ. Ξοῦθος ὡς κύριον [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 28. | |||
}} | }} |