Anonymous

ὑποβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1211.png Seite 1211]] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1211.png Seite 1211]] herunter führen, machen, daß Etwas herunter kommt, herabbringen, Sp. – Bei den Aerzten nach unten abführen, τὰ χολώδη Diosc. – Med. sich niederlassen, bes. vom Pferde, den Leib strecken, um den Reiter aufsitzen zu lassen, Xen. de re equ. 6, 16; vgl. Poll. 1, 213.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποβῐβάζω''': μέλλ. -βιβάσω, Ἀττ. -βιβῶ· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[ὑποβαίνω]], [[φέρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]]· ἐν ἰατρ. φράσει κενώνω [[κάτωθεν]], δηλ. διὰ καθαρτικοῦ, ὑπ. τὰ χολώδη Διοσκ. 3. 35, πρβλ. Ὀρειβάσ. 89 Matth. ΙΙ. Μέσ., ταπεινῶ, χαμηλῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ ἵππου [[ὅστις]] χαμηλώνει ἑαυτὸν [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν ἀναβάτην, Λατ. subsidere, «[[διδακτέον]] δὲ τὸ ἵππον καὶ ὑποβιβάζεσθαι· ἔστι δὲ τὸ διϊστᾶν τὰ σκέλη, καὶ ἐγκαθίζειν τε καὶ ταπεινοῦν ἑαυτόν, [[ὥστε]] εὐπετῶς ἀναβαίνειν τὸν ἱππέα» Ξεν. Ἱππ. 6, 16, [[Πολυδ]]. Α΄, 213· πρβλ. [[ὑπόβασις]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ὑποκαταβαίνω]], ἐλαττῶ, «ὑποβιβάζοντες· ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες» καὶ «ὑποβιβασθέν... ὑποπεπτωκὸς» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. σ. 626.
}}
}}