Anonymous

συμμαχία: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ἡ, ion. συμμαχίη, Hülfe od. Beistand im Kampfe, Kampfgenossenschaft; Pind. Ol. 11, 72; Aesch. Ag. 206; Ar. Plut. 178; Eur. Rhes. 252. 994; in Prosa: συμμαχίην ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα, ein Bündniß mit Einem schließen (bes. Offensivbündniß, vgl. [[ἐπιμαχία]]), Her. 5, 73; Thuc. u. Folgde, wie Plat. Rep. V, 474 b u. öfter. – Auch die Verbündeten, Bundesgenossen selbst, Her. 2, 82; [[ὅπως]] ξυμμαχία αὐτοῖς παραγένηται, Thuc. 6, 73; ὡς τὰ κράτιστά ποτε μετὰ ἀκραιφνοῦς τῆς ξυμμαχίας ἤνθησαν, 1, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] ἡ, ion. συμμαχίη, Hülfe od. Beistand im Kampfe, Kampfgenossenschaft; Pind. Ol. 11, 72; Aesch. Ag. 206; Ar. Plut. 178; Eur. Rhes. 252. 994; in Prosa: συμμαχίην ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα, ein Bündniß mit Einem schließen (bes. Offensivbündniß, vgl. [[ἐπιμαχία]]), Her. 5, 73; Thuc. u. Folgde, wie Plat. Rep. V, 474 b u. öfter. – Auch die Verbündeten, Bundesgenossen selbst, Her. 2, 82; [[ὅπως]] ξυμμαχία αὐτοῖς παραγένηται, Thuc. 6, 73; ὡς τὰ κράτιστά ποτε μετὰ ἀκραιφνοῦς τῆς ξυμμαχίας ἤνθησαν, 1, 19.
}}
{{ls
|lstext='''συμμᾰχία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνασπισμὸς ἐπιθετικὸς ἢ ἀμυντικὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιμαχία]] [[ὅπερ]] σημαίνει τὴν πρὸς ἄμυναν μόνον συμμαχίαν, Θουκ. 1. 44), Ἡρόδ. 2. 181., 4. 120· σ. ποιέεσθαι [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 5. 73, πρβλ. 63, Ξεν., κλπ.· τινι Θουκ. 1, 44, 57· ἡ ἔξω ξ. ὁ αὐτ. 3. 65· [[ἔξωθεν]] ἐπάγεσθαι ξ. Πλάτ. Πολ. 556Ε· ξ. παρέχεσθαι [[αὐτόθι]] 474Β. 2) [[καθόλου]], τὸ καθῆκον τοῦ συμμάχου, ξυμμαχίας ἁμαρτὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 214 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν εἰς τὴν [[σημασία]] ΙΙ). 3) συμμαχίαν φρουρεῖν, δηλ. συμμάχων χώραν Θουκ. 5. 33. ΙΙ. = τὸ συμμαχικόν, τὸ σύνολον τῶν συμμάχων, Ἡρόδ. 1. 77, 82, Εὐριπ. Ρῆσ. 994, Θουκ. 1. 119., 2. 9· συμμαχίας συνελθούσης Αἰσχίν. 32. 26· πρβλ. [[ἐπικουρία]] II. 2) συμμαχικὴ ἢ ἐπικουρικὴ [[δύναμις]], Θουκ. 6. 73· σ. πέμπειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 24· [[καθόλου]], τὸ σύνολον τῶν φίλων, πολλοὶ φίλοι [[ὁμοῦ]], Πινδ. Ο. 10 (11). 88.
}}
}}