Anonymous

ὀπισθόπους: Difference between revisions

From LSJ
6_15
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0358.png Seite 358]] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων [[ὀπισθόπους]] [[κῶμος]], Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., [[ὀπισθόπους]] τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0358.png Seite 358]] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων [[ὀπισθόπους]] [[κῶμος]], Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., [[ὀπισθόπους]] τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.
}}
{{ls
|lstext='''ὀπισθόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ [[ὄπισθεν]] περιπατῶν, [[ἀκόλουθος]], [[ὀπαδός]], [[θεράπων]], προσπόλων [[ὀπισθόπους]] [[κῶμος]] Εὐριπ. Ἱππ. 54, [[ἔνθα]] ἴδε Monk καὶ Valck. [[αὐτόθι]] 1177· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. [[ἀελλόπος]], Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν [[μετὰ]] Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.
}}
}}