Anonymous

σομφός: Difference between revisions

From LSJ
1,530 bytes added ,  5 August 2017
6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] 1) schwammig, locker, porös; [[σάρξ]], eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. [[μέλαινα]] stehend, also der Farbe [[φαιός]] entsprechend, Arist. top. 1, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] 1) schwammig, locker, porös; [[σάρξ]], eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. [[μέλαινα]] stehend, also der Farbe [[φαιός]] entsprechend, Arist. top. 1, 13.
}}
{{ls
|lstext='''σομφός''': -ή, -όν, [[σπογγώδης]], πορώδης, [[ἀραιός]], σ. [[οἷον]] σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ [[γλῶττα]] σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· [[συχν]]. περὶ τῶν πνευμόνων, [[αὐτόθι]] 1. 17, 7, π. Ἀναπν. 15, 1, κ. ἀλλ.· σομφὴ [[σάρξ]], ἐπὶ ἰχθύων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α· ἐπὶ ἐδάφους, χώρη σ. καὶ [[ὕπαντρος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, πρβλ. 1. 14, 17. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, [[βαρυηχής]], [[βαθύφωνος]], βραχνός, σομφὸν φθέγγεσθαι Ἱππ. 471. 43· τὸ [[μέσον]] μεταξὺ τοῦ λευκὸς καὶ [[μέλας]] ἐπὶ ἤχων, ὡς τὸ φαιὸς ἐπὶ χρωμάτων, ἴδε Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 6 κἑξ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ Λατ. fusca vox, ἀντίθετον τῷ candida, Κικ. Ν. D. 2. 146· πρβλ. [[ξουθός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σομφόν· χαῦνον». (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὸ Λατ. fung-us, Γοτ. svamm-s ([[σπόγγος]]), Ἀρχ. Σκανδ. svamp-r, Ἀρχ. Γερμ. swam (schwamm) ἄγεται εἰς τὸ [[συμπέρασμα]] ὅτι τὸ σομφὸς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ σφόγγος, σπόγγος).
}}
}}