Anonymous

ἐπιστητός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ή, όν, adj. verb. zu [[ἐπίσταμαι]], was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ή, όν, adj. verb. zu [[ἐπίσταμαι]], was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιστητός''': -ή, -όν, ([[ἐπίσταμαι]]) ἐπιστητόν, ὃ δύναται νὰ μάθῃ τις [[μετὰ]] λόγου, καὶ ὧν μὲν μή ἐστι [[λόγος]], οὐκ ἐπιστητὰ [[εἶναι]]... ἃ δ’ ἔχει, ἐπιστητά, Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Ἀριστ., κλ.· τὸ ἐπιστητὸν μαθητὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 6. 3, 3, κ. ἀλλ.
}}
}}