Anonymous

ἀγκιστρόω: Difference between revisions

From LSJ
6_22
(13_3)
 
(6_22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0015.png Seite 15]] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber [[ἰχθύδιον]], mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0015.png Seite 15]] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber [[ἰχθύδιον]], mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67
}}
{{ls
|lstext='''ἀγκιστρόω''': -ώσω, ([[ἄγκιστρον]]), ἀγκιστρώνω, [[συλλαμβάνω]] δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον [[ἰχθύδιον]]», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, [[συλλαμβάνω]], [[αἰχμαλωτίζω]]· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) [[κατασκευάζω]] τι εἰς [[σχῆμα]] ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.
}}
}}