3,274,216
edits
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] = [[πειράω]], einen Versuch anstellen mit Einem, τινός; Od. 16, 319. 23, 114; sp. D., ἀοιδῆς, Ap. Rh. 1, 495; ohne Casus, auf die Probe stellen, versuchen, Od. 9, 281; τινά, Ap. Rh. 3, 10; in sp. Prosa, wie N. T oft, ὁ πειράζων = [[διάβολος]], Matth. 4, 3, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ib. 1; auch = zu verführen suchen, übh. Einem Ungebührliches zumuthen, im pass., Plut. Lac. apophth. p. 229. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] = [[πειράω]], einen Versuch anstellen mit Einem, τινός; Od. 16, 319. 23, 114; sp. D., ἀοιδῆς, Ap. Rh. 1, 495; ohne Casus, auf die Probe stellen, versuchen, Od. 9, 281; τινά, Ap. Rh. 3, 10; in sp. Prosa, wie N. T oft, ὁ πειράζων = [[διάβολος]], Matth. 4, 3, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ib. 1; auch = zu verführen suchen, übh. Einem Ungebührliches zumuthen, im pass., Plut. Lac. apophth. p. 229. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πειράζω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τῶν λοιπῶν χρόνων παραλαμβανομένων ἐκ τοῦ [[πειράω]], -άομαι, [[ἀλλά]], ἐπειράσθην, πεπείρασμαι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ δὲ δεύτερον [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε κατωτ. Ἐξετάζω ἢ [[δοκιμάζω]] τι, τινὸς Ὀδ. Π. 319, Ψ. 114· καὶ ἀπολ., Ι. 281. 2) μετ’ ἀπαρ. = πειράομαι, ἐπιχειρῶ νὰ πράξω τι, Πράξεις Ἀποστ. ιϚ΄, κδ΄, 6· οὕτω, π. τινι, ἐπιχειρῶ τι, Λουκ. Ἔρωτ. 26, 36, κ. ἀλλ.· ἀπολ, [[κάμνω]] ἀπόπειραν, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 60. 3) Παθ., ἤθη ... ἐν χρόνῳ πειράζεται, δοκιμάζονται, κρίνονται, Μενάνδρ. Μονόστ. 573· πεπειράσθω, ἂς γείνῃ [[δοκιμή]], Ἀριστοφ. Σφ. 1129 ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., [[δοκιμάζω]] ἢ [[ἐξετάζω]] τινά, [[ὑποβάλλω]] αὐτὸν εἰς ἐξέτασιν, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄ , 5, κτλ.· τί πειράζετε τὸν θεόν; Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 10, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ι΄, 9, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω, «[[πειράζω]]», [[φέρω]] εἰς πειρασμόν, Ἀθηναίην Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 10· ἀπολ., ὁ πειράζων, ὁ [[πειρασμός]], ὁ [[διάβολος]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. γ΄ , 5, κτλ. - Παθ., ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, ἤδη στομακάκκῃ τε καὶ σκελοτύρβῃ πειραζομένης τῆς στρατιᾶς Στράβ. 781· ὑφίσταμαι πειρασμόν, δοκιμασίαν, πειράζομαι, δοκιμάζομαι, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄ , 1, κ. ἀλλ. | |||
}} | }} |