Anonymous

εἰκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_7_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] fut. εἰκάσω, Aesch. Eum. 49; εἴκασα, Plat. Conv. 216 c; εἰκασμένη, Phaedr. 248 a; das von den Atticisten empfohlene Augm. ᾔκασε Ar. Equ. 1071, ᾐκάσμεθα Av. 807; Aesch. Suppl. 285; <b class="b2">ähnlich machen</b>: – a) von bildlicher Darstellung; εἰκασμένη γραφῇ [[εἰκών]] Her. 2, 182; Ζεῦξις καλὴν γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας, malte, Xen. Oec. 10, 1; von einer Statue, Eur. Alc. 349; [[πάνυ]] εἰκασμένη, sehr ähnlich, Luc. Alex. 4, u. so öfter im pass.: μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις Eur. Bacch. 1253; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 22; εἴκασται, ist ähnlich gemacht, Plat. Crat. 439 a; ποττὰν ματέρ' εἰκασθήσεται Ar. Ach. 783; τὸ εἰκασθέν = das Nachgebildete, d. i. Vorbild, Plat. Phaedr. 250 b. – Auch von Nachäffung u. Verspottung, Xen. Conv. 6, 8; vgl. Plat. Men. 80 b; Arist. rhet. 3, 4. – Bildlich ausdrücken, Her. 4, 31. – b) in Gedanken, d. i. <b class="b2">vergleichen</b>, τινά τινι, Ar. Nubb. 350; Plat. Gonv. 216 c; ὡς σμικρὸν μεγάλῳ εἰκάσαι Thuc. 4, 36; πολιτηΐην τε καὶ βασιληΐην Her. 9, 34. – c) durch Vergleichung von Kennzeichen u. Umständen errathen, <b class="b2">vermuthen</b>, [[πολλαχόθεν]] τεκμαιρόμενος ἔχω εἰκάζειν Lys. 6, 20; Ggstz [[οἶδα]] Thuc. 6, 92; σαφῶς εἰδώς Xen. An. 1, 6, 11; – ἔκ τινός τι, Aesch. Spt. 356; Thuc. 3, 20; ἀπὸ τῆς ὄψεως, nach dem Anblick, 1, 10; τινί, z. B. [[ταύτῃ]] τῇ στρατείᾳ, οἷα ἦν τά ... 1, 9. – Oft folgt acc. c. inf., Thuc. 5, 9, u. bloß acc., z. B. τὸ γιγνόμενον 3, 22; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας Soph. Ant. 1244; vgl. Aesch. Suppl. 288; – ὡς εἰκάσαι, so viel man vermuthen kann, Her. 1, 34; Eur. Bacch. 1076; so εἰκάσαι allein, Soph. O. R. 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] fut. εἰκάσω, Aesch. Eum. 49; εἴκασα, Plat. Conv. 216 c; εἰκασμένη, Phaedr. 248 a; das von den Atticisten empfohlene Augm. ᾔκασε Ar. Equ. 1071, ᾐκάσμεθα Av. 807; Aesch. Suppl. 285; <b class="b2">ähnlich machen</b>: – a) von bildlicher Darstellung; εἰκασμένη γραφῇ [[εἰκών]] Her. 2, 182; Ζεῦξις καλὴν γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας, malte, Xen. Oec. 10, 1; von einer Statue, Eur. Alc. 349; [[πάνυ]] εἰκασμένη, sehr ähnlich, Luc. Alex. 4, u. so öfter im pass.: μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις Eur. Bacch. 1253; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 22; εἴκασται, ist ähnlich gemacht, Plat. Crat. 439 a; ποττὰν ματέρ' εἰκασθήσεται Ar. Ach. 783; τὸ εἰκασθέν = das Nachgebildete, d. i. Vorbild, Plat. Phaedr. 250 b. – Auch von Nachäffung u. Verspottung, Xen. Conv. 6, 8; vgl. Plat. Men. 80 b; Arist. rhet. 3, 4. – Bildlich ausdrücken, Her. 4, 31. – b) in Gedanken, d. i. <b class="b2">vergleichen</b>, τινά τινι, Ar. Nubb. 350; Plat. Gonv. 216 c; ὡς σμικρὸν μεγάλῳ εἰκάσαι Thuc. 4, 36; πολιτηΐην τε καὶ βασιληΐην Her. 9, 34. – c) durch Vergleichung von Kennzeichen u. Umständen errathen, <b class="b2">vermuthen</b>, [[πολλαχόθεν]] τεκμαιρόμενος ἔχω εἰκάζειν Lys. 6, 20; Ggstz [[οἶδα]] Thuc. 6, 92; σαφῶς εἰδώς Xen. An. 1, 6, 11; – ἔκ τινός τι, Aesch. Spt. 356; Thuc. 3, 20; ἀπὸ τῆς ὄψεως, nach dem Anblick, 1, 10; τινί, z. B. [[ταύτῃ]] τῇ στρατείᾳ, οἷα ἦν τά ... 1, 9. – Oft folgt acc. c. inf., Thuc. 5, 9, u. bloß acc., z. B. τὸ γιγνόμενον 3, 22; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας Soph. Ant. 1244; vgl. Aesch. Suppl. 288; – ὡς εἰκάσαι, so viel man vermuthen kann, Her. 1, 34; Eur. Bacch. 1076; so εἰκάσαι allein, Soph. O. R. 82.
}}
{{ls
|lstext='''εἰκάζω''': παρατ. εἴκαζον Ἡρόδ., ἀλλ’ Ἀττ. ᾔκαζον Εὐρ., κλ.: - μέλλ. -άσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 49: - ἀόρ. εἴκασα, Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασα: πρκμ. εἴκακα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151: - Παθ., μέλλ. εἰκασθήσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 783· Ἀττ. ἀόρ. ᾐκάσθην Ξεν.· πρκμ. εἴκασμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 230, Πλάτ. Κρατ. 439Α· - πρβλ. ἀντ-, ἀπ-, ἐξεικάζω. - Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον [[ῥῆμα]], ἐν ὧ τὸ εἰ- τρέπεται εἰς ᾐ- ἐν τῇ χρον. αὐξήσει. Ἀπεικονίζω, ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν Ξεν. Οἰκ. 10. 1· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, ἐζωγραφημένη ὁμοία τῇ πραγματικότητι, Ἡρόδ. 2. 182· αἰετὸς εἰκασμένος, [[ὁμοίωμα]] ἀετοῦ, ὁ αὐτ. 3. 28· χειρὶ τεκτόνων [[δέμας]]... εἰκασθὲν Εὐρ. Ἄλκ. 349. ΙΙ. [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]] τι [[πρός]] τι ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν Αἰσχύλ. Χο. 633, Εὐμ. 49, Ἀριστοφ. Νεφ. 350· ὡς εἰκάσαι βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην, ἐφ’ ὅσον δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ βασιλείαν πρὸς πολιτείαν, Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 4. 31· [[περιγράφω]] διὰ παραβολῆς ἢ παρομοιώσεως, ὁ αὐτ. 7. 162: - Παθ., εἶμαι [[ὅμοιος]], [[ὁμοιάζω]], τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 942, 1253, κτλ.· [[πρός]] τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 783. ΙΙΙ. [[ἐξάγω]] ἐκ συγκρίσεως καὶ παραβολῆς, [[σχηματίζω]] εἰκασίαν, [[εἰκάζω]], Λατ. conjicere, [[καταλήγω]] εἰς [[συμπέρασμα]], Ἡρόδ. 1. 68., 7. 49, Σοφ. Ο. Κ. 1504, 1677· συχνὸν ἐν τῇ φράσει ὡς εἰκάσαι, ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, μαντεύσῃ, Ἡρόδ. 1. 34., 2. 104, κτλ.· σπανίως [[ἄνευ]] τοῦ ὡς, ἀλλ’ εἰκάσαι μέν, ἡδὺς Σοφ. Ο. Τ. 82: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[συμπεραίνω]] ὅτι ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], [[μαντεύω]] ὅτι [[εἶναι]], [[εἰκάζω]], Ἡρόδ. 4. 132, Θουκ. 5. 9, κτλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀμαζόνας... ἂν ᾔκασ’ ὑμᾶς (ἐνν. [[εἶναι]]) Αἰσχύλ. Ἱκ. 288, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1244: - εἰκ. τι ἔκ τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 356, Θουκ. 3. 20· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 10· [[σχηματίζω]] εἰκασίαν [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἔχοιμ’ ἂν εἰκάσαι τόδε Αἰσχύλ. Χο. 518, Ἀντιφῶν 137. 2: - ἀπολ., εἰκ. τεκμαιρόμενος Λυσ. 105, 8· εἰκ. [[καλῶς]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243 β, κτλ.
}}
}}