Anonymous

ἀλώπηξ: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_6b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] εκος, ἡ (Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. [[αἴθων]] Ol. 10, 20; μῆτιν [[ἀλώπηξ]], an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, [[ἀλωπεκία]], Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον [[ἀλώπηξ]] wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. [[ἀλωπεκίας]]. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0113.png Seite 113]] εκος, ἡ (Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. [[αἴθων]] Ol. 10, 20; μῆτιν [[ἀλώπηξ]], an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, [[ἀλωπεκία]], Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον [[ἀλώπηξ]] wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. [[ἀλωπεκίας]]. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλώπηξ''': [ᾰ], εκος, ἡ, [[ὡσαύτως]] ἀλώπηκος παρ’ Ἀνανίῳ 5. Bgk: δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, Ὀππ. Κ. 1. 433: - [[ἀλώπηξ]], «ἀλεποῦ», canis vulpis (σμικρότερον Αἰγυπτιακὸν [[εἶδος]] ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 7, Can. Niloticus)· Ἀρχίλ. 8. 6, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, Σόλων 11. 5, Ἡρόδ. 2. 67, κτλ.: [[συχνάκις]] ἐπὶ πανούργων ἀνθρώπων, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «[[εἶναι]] μιὰ ἀλεποῦ!» (πρβλ. [[κίναδος]]): ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ.: μῆτιν [[ἀλώπηξ]] = ὡς πρὸς τὴν πανουργίαν [[εἶναι]] ἀληθὴς [[ἀλώπηξ]], Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· παροιμ. τὴν… Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα [[ἑλκτέον]] [[ἐξόπισθεν]] = πρέπει νὰ σύρωμεν τὴν ἀλωπεκῆν τοῦ Ἀρχιλόχου κατόπιν μας, δηλ. [[ὅπως]] ἐξαπατήσωμεν, Πλάτ. Πολ. 365C· ἡ [[ἀλώπηξ]] τὸν βοῦν ἐλαύνει, διὰ τῆς πανουργίας ὁ μικρὸς νικᾷ τὸν μέγαν, Παροιμ. Διογ. ΙΙ, 73. 2) = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Ruhnk Τίμ. ἐν λ. τὴν ἀλ., ὡς [[λέων]] ἀντὶ λεοντῆ. ΙΙ. πτηνὰ δερμόπτερα [[οἷον]] [[ἀλώπηξ]], [[εἶδος]] ἱπταμένου σκιούρου (ἢ pteromys volans), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5, 10. ΙΙΙ. [[εἶδος]] καρχαρίου ἢ σκυλοψάρου, (ἴδε [[ἀλωπεκίας]] ΙΙ), [[αὐτόθι]] 6. 11, 8. IV. κατὰ πληθ. ἀλώπεκες = οἱ κατὰ τοὺς νεφροὺς μυῶνες, ψόαι ἢ [[νεφρομῆτραι]], Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 399Β, πρβλ. ψόα. V. = [[ἀλωπεκία]] Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 79. VI. [[εἶδος]] χοροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 369, πρβλ. γλαῦξ Ι. 2, [[λέων]] V. (Ὁ Pott παραβάλλει τὸ Σανσκρ. lôp-âças, ὁ ἐσθίων θνησιμαῖα, ἀλλ’ ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι ἡ [[ὁμοιότης]] [[εἶναι]] τυχαῖα καὶ ταυτίζει τὸ [[ἀλώπηξ]] (τοῦ α λαμβανομένου ὡς προθεματικοῦ εὐφωνικοῦ) μὲ τὰ Λιθουαν. lape, lapùkas (vulpes, vulpecula). Ἡ Λατ. [[λέξις]] vulpes δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] [[ἐπίσης]] ἡ αὐτὴ μὲ τὰς ἀνωτέρω λέξεις, ἂν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἀπολεσθῇ τὸ υ ἔν τε τῇ Ἑλλ. καὶ Λιθουαν.).
}}
}}