Anonymous

ἔνθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ
6_19
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit [[ἐνθρυμματίς]] zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ [[φακῆ]] [[ἁπλῶς]]. Vgl. Harpocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit [[ἐνθρυμματίς]] zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ [[φακῆ]] [[ἁπλῶς]]. Vgl. Harpocr.
}}
{{ls
|lstext='''ἔνθρυπτος''': -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, [[ἔνιοι]] δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ [[Ἀπόλλων]] δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.
}}
}}