Anonymous

ἐπεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] (s. [[βαίνω]]), noch dazu darauftreten, οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, nachdem er auf die Schwelle getreten war, darauf stand, Il. 9, 582, wie δίφρου ἐπεμβεβαώς Hes. sc. 195. 324 (τετραορίας), Pind. N. 4, 29; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός Soph. O. C. 928; – πύργοις ἐπεμβάς, nachdem er die Thürme erstiegen hatte (feindlich), Aesch. Spt. 614, wie Qu. Sm. 7, 466; – auch mit dem accus., λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ῥάχιν Eur. Rhes. 783, vgl. Bacch. 1061; Νεῖλον ἐπεμβάς Theocr. 17, 98. Auch εἰς πάτραν ἐπεμβάσει, wieder eintreten, Eur. I. T. 649 – Noch dazu einsteigen in die Schiffe, τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Dem. 50, 25; hineingehen, Luc. Tim. 56; ἄκρας ἐπεμβαινούσης τῷ πελάγει, sich ins Meer hinein erstrecken, Longin. – Darauftreten, verhöhnen, beschimpfen, mißhandeln, ποδὶ ἐπεμβῆναι ἐχθροῖσιν Soph. El. 448; κατ' ἐμοῦ ἐπεμβάσει ibd. 825; gew. mit dem dat. der Person, Eur. Hipp. 668; τοῖς τετριμμένοις Polem. 2, 26; Plut. u. a. Sp.; τῷ καιρῷ τινος, die Gelegenheit zu Jemandes Schaden benutzen, Dem. 21, 203, vgl. συγγενῶν ἐπεμβῆναι ἁμαρτήμασι Plut. de adul. et amic. discr. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] (s. [[βαίνω]]), noch dazu darauftreten, οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, nachdem er auf die Schwelle getreten war, darauf stand, Il. 9, 582, wie δίφρου ἐπεμβεβαώς Hes. sc. 195. 324 (τετραορίας), Pind. N. 4, 29; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός Soph. O. C. 928; – πύργοις ἐπεμβάς, nachdem er die Thürme erstiegen hatte (feindlich), Aesch. Spt. 614, wie Qu. Sm. 7, 466; – auch mit dem accus., λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ῥάχιν Eur. Rhes. 783, vgl. Bacch. 1061; Νεῖλον ἐπεμβάς Theocr. 17, 98. Auch εἰς πάτραν ἐπεμβάσει, wieder eintreten, Eur. I. T. 649 – Noch dazu einsteigen in die Schiffe, τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Dem. 50, 25; hineingehen, Luc. Tim. 56; ἄκρας ἐπεμβαινούσης τῷ πελάγει, sich ins Meer hinein erstrecken, Longin. – Darauftreten, verhöhnen, beschimpfen, mißhandeln, ποδὶ ἐπεμβῆναι ἐχθροῖσιν Soph. El. 448; κατ' ἐμοῦ ἐπεμβάσει ibd. 825; gew. mit dem dat. der Person, Eur. Hipp. 668; τοῖς τετριμμένοις Polem. 2, 26; Plut. u. a. Sp.; τῷ καιρῷ τινος, die Gelegenheit zu Jemandes Schaden benutzen, Dem. 21, 203, vgl. συγγενῶν ἐπεμβῆναι ἁμαρτήμασι Plut. de adul. et amic. discr. 25.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπεμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ πατῶ ἐπί τινος, καὶ ἐν τῷ πρκμ. ἐπιβέβηκα, ἵσταμαι ἐπί τινος, [[μετὰ]] γεν., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, «ἐπιβεβηκώς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 582· σῆς ἐπεμβαίνων χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 924· δίφρου ἐπεμβεβαώς, ἐπιβεβηκώς, Ἡσ. Ἀσπ. 324· ἀπολ., ἐπεμβεβαὼς Πινδ. Ν. 4. 47· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., πύργοις ἐπεμβὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 634, καὶ [[συχν]]. [[μετὰ]] ταῡτα: μετ’ αἰτ., ἐπ. ὄχθον, ῥάχιν Εὐρ. Βάκχ. 1061, Ρῆσ. 783· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, εἰς πάτραν ὅτι πόδ’ ἐπεμβάσει ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ποτ’, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4) Εὐρ. Ι. Τ. 649. 2) [[ἐμβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]] ὡς [[ναύτης]] [[μετὰ]] τὴν ἀπέλευσιν ἄλλου, καί τοῖς [[ὕστερον]] ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Δημ. 1214. 26, κλπ. ΙΙ [[μετὰ]] δοτικ. προσώπου, καταπατῶ τι, Λατιν. insultare, ἐχθροῖσιν... ἐπεμβῆναι ποδὶ Σοφ. Ἠλ. 456: μεταφ., ταῖσδ’ ἐπεμβαίνειν Εὐρ. Ἱππ. 668· κατ’ ἐμοῦ... [[μᾶλλον]] ἐπεμβάσει Σοφ. Ἠλ. 836 (λυρ.)· ἀτυχήμασί τινος Πλούτ. 2. 59D. 2) [[προσβάλλω]] τινὰ ἔν τινι τόπῳ, οἵ τε οἱ... ἄντρῳ ἐπεμβαίνωσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 467. 3) τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων, ἐπωφελούμενος ἐκ τῆς περιστάσεως, Δημ. 579. 22.
}}
}}