Anonymous

δέατο: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέαμαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέαμαι]].
}}
{{ls
|lstext='''δέατο''': μόνον ἐν Ὀδ. Ζ. 242, [[ἀεικέλιος]] δέατ᾿ [[εἶναι]], [[ἔνθα]] ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἐδόκει, ἐφαίνετο, ἐνόμισα ὅτι ἦτο ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]]· καὶ ὁ Ἡσυχ. δὲ ἔχει «δέαται, δοκεῖ»· καὶ ἐν τῇ Τεγεατικῇ Ἐπιγραφ. (Jahn’s Jahrb., 1861) ἀπαντῶσιν οἱ τύποι εἰ κἂν δέατοι = ἢν δοκῇ, ὅσᾳ ἂν δ. = ὅση ἂν δοκῇ. (Ἡ [[ῥίζα]] κατὰ τὸν Κούρτ. [[εἶναι]] ΔΙF (ὡς ἐν τῷ [[δέελος]], δῆλος) = φαίνομαι· ἀλλὰ ἀμφισβητεῖται τοῦτο, ἴδε Gr. Etym. σ. 520.)
}}
}}