Anonymous

διαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] durchzwängen, πόρους, durch die Poren, Hippocr.; – verstärktes simpl.; διηνάγκασται [[φάναι]] Plat. Phil. 14 e, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0591.png Seite 591]] durchzwängen, πόρους, durch die Poren, Hippocr.; – verstärktes simpl.; διηνάγκασται [[φάναι]] Plat. Phil. 14 e, u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''διᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[εἰσάγω]] διὰ τῆς βίας, [[ἐπιφέρω]] βίαν, [[ἀναγκάζω]], Πλάτ. Νόμ. 836Α· [[ἐπανάγω]] εἰς τὴν θέσιν του [[μέλος]] ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17.
}}
}}