Anonymous

ἔπαρσις: Difference between revisions

From LSJ
6_8
(c2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.
}}
{{ls
|lstext='''ἔπαρσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]]) [[οἴδημα]], πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. [[ἴονθος]]. ΙΙ. [[ἐξέγερσις]], [[ἀνύψωσις]], Στωϊκὴ [[λέξις]], ἡδονὴ δέ ἔστιν [[ἄλογος]] [[ἔπαρσις]] Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. [[χαρά]]. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, [[ὑπερηφανία]], Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἔπαρσις]]· [[ὑπερηφανία]]». 3) ἐπὶ λόγου, [[ἀνύψωσις]], [[καλλωπισμός]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.
}}
}}