3,276,901
edits
(13_6a) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, 1) das Abgeschnittene, Abgehauene, der abgeschnittene, abgehauene Theil, Stumpf eines Baumes, Il. 1, 235; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα [[βόστρυχον]] τριχός, Aesch. Ch. 228; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 697. – 2) der Schnitt, der Hieb, die Wunde, στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου, Soph. Trach. 883; ἀνάμεινον φασγάνου [[τομάς]], Eur. Or. 1101; u. in Prosa, Thuc. 2, 76. – 3) das Schneiden, Abschneiden, ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος, Plat. Rep. III, 406, d, wie der Wundarzt; s. [[τέμνω]], u. vgl. Tim. 65 b. – 4) Unterschied, Absonderung, καὶ [[διάκρισις]], Plat. Tim. 61 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, 1) das Abgeschnittene, Abgehauene, der abgeschnittene, abgehauene Theil, Stumpf eines Baumes, Il. 1, 235; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα [[βόστρυχον]] τριχός, Aesch. Ch. 228; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 697. – 2) der Schnitt, der Hieb, die Wunde, στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου, Soph. Trach. 883; ἀνάμεινον φασγάνου [[τομάς]], Eur. Or. 1101; u. in Prosa, Thuc. 2, 76. – 3) das Schneiden, Abschneiden, ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος, Plat. Rep. III, 406, d, wie der Wundarzt; s. [[τέμνω]], u. vgl. Tim. 65 b. – 4) Unterschied, Absonderung, καὶ [[διάκρισις]], Plat. Tim. 61 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τομή''': ἡ, ([[τέμνω]]) [[κορμός]], [[στέλεχος]] δένδρου, τὸ ἀπομεῖναν [[μέρος]] κατὰ τὴν ἀποτομὴν κλάδου, [[ἐπειδὴ]] πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ [[σκῆπτρον]]] Ἰλ. Α. 235, πρβλ. Θεόκρ. 10. 46· ῥιζῶν τομαί, τὰ ἀπομείναντα μέρη τῶν ῥιζῶν [[μετὰ]] τὴν ἀποκοπὴν τοῦ δένδρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 479. 4· ὀπόν... τομῆς στάζοντα [[αὐτόθι]] 2· δοκοῦ τ., τὸ [[ἄκρον]] δοκοῦ, Θουκ. 2. 76· ἡ τοῦ καλάμου τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 7· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93· οὕτω, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, προσαρμόσασα τὸν βόστρυχον εἰς τὸ [[μέρος]] ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη, Αἰσχύλ. Χο. 230· πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν, πρὸς τὸ [[μέρος]] τὸ ἀποτμηθέν, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 4. 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς ὁ [[κύκλος]] [[εἶναι]] τομὴ τῆς σφαίρας, ἡ κωνικὴ τομὴ [[εἶναι]] τομὴ τοῦ κώνου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 5, 3, Προβλ. 15. 7, 3· ἡ [[γραμμή]], καθ’ ἣν δύο ἐπίπεδα τέμνουσιν ἄλληλα, Ἐκκλ., κλπ.· πρβλ. Ἄρατ. 322, Ἀνθ. Π. παράρτ. 92. 3) ἡ τομὴ ἢ [[διαίρεσις]] ἡ μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τῆς κεφαλῆς τῶν ἐντόμων ([[ὅθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]] ἔντομα, insecta), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 6. ΙΙ. τὸ κόπτειν, κόψιμον, ἐν τομᾷ σιδήρου, διὰ τοῦ κτυπήματος τοῦ σιδήρου, Σοφ. Τρ. 887· πελέκεως τ. Εὐριπ. Ἠλ. 160 φασγάνου τομαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1101· ἡ [[ἀποκοπή]], τὸ ἀποκόπτειν ἢ κατακόπτειν, ξύλου Σοφ. Τρ. 700. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ χειρουργικῆς ἐγχειρήσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904, Πλάτ., κλπ.· τομῇ χρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 406D· [[καῦσις]] καὶ τ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ― ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], Πινδ. Π. 3. 95, Εὐριπ. Ἀποσπ. 407. 6· τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Πλάτ. Πρωτ. 354Α, πρβλ. Τίμ. 65Β. 3) [[ἐκτομή]], [[εὐνουχισμός]], Λουκ. Φιλοψευδ. 2 (πρβλ. [[τέμνω]] Ι. 4). 4) τ. φαρμάκων, τὸ κατακόπτειν τὰ φάρμακα, κοπάνισμα αὐτῶν (πρβλ. [[τομαῖος]]), Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 134. 12. 5) κλάδευμα, κλάδευσις, [[ἀμπέλων]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 2. 6) σκυτῶν τ., τὸ κόπτειν εἰς ὡρισμένον [[σχῆμα]] τὸ δέρμα, Πλάτ. Χαρμ. 173D. ΙΙΙ. [[ἀποκοπή]], ἀποχωρισμός, τ. καὶ [[διάκρισις]] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 61D, πρβλ. 80Ε· τ. ἀριθμοῦ, [[διαίρεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738Α· τομὴν ἔχειν ἔν τινι, ἐπιδέχεσθαι διαφοράν..., [[αὐτόθι]] 944Β, πρβλ. Πολιτικ. 261Α. 2) λογικὴ [[διαίρεσις]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 12, 9, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 11. 3) μεταφ., [[συντομία]] ἢ [[ἀκρίβεια]] περὶ τὴν ἔκφρασιν, Εὐνάπ. 19. 3. IV. [[ἐγκοπή]], [[ἐντομή]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 6· ― μεταφορ., [[τραῦμα]], [[πόλις]] δέχεται τ. Πλουτ. Κοριολ. 16, πρβλ. Περικλ. 11. 2) ἡ ἐν τῇ στιχουργίᾳ τομῆ, caesura, Εὐστ. 740. 2· «τομαὶ δὲ στίχων [[εἶναι]] [[πέντε]] πενθημερής, ἐφθημερής, τρίτη τροχαϊκή, τετάρτη τροχαϊκή, καὶ βουκολική» Δράκων σελ. 126, Ἑρμογ. Ρητ. 379, 21, Ἀριστείδ. Κόϊντ. 53, 54, 51, 52, κλπ. V. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]], Ἀρρ. Τακτ. 15. | |||
}} | }} |