Anonymous

ξιφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ein Schwert tragend; Eur. Ion 980; auch ἀγῶνες, Aesch. Ch. 577; Eur. oft, ξιφηφόρων ἐς ἀγώνων ἅμιλλαν, Herc. Fur. 812; in sp. Prosa, Hdn. 7, 10, 3.
}}
{{ls
|lstext='''ξῐφηφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ξίφος]], ὁ ἔχων [[ξίφος]] ἐν τῇ χειρί, ξ. ἀγῶνες Αἰσχύλ. Χο. 584, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 812· βρόχοι 730. ΙΙ. = ξιφίας ΙΙ, Θέων εἰς Ἄρατ. - Ὡσαύτως ξιφορ-, Γλωσσ. ξῐφίας, ου, ὁ, ([[ξίφος]]) ὁ γνωστὸς ἰχθύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[σκιφίας]], Ἐπίχ. 29 Ahr.· πρβλ. Ξ, ξ. ΙΙ. 1. ΙΙ. [[κομήτης]] τις, (ὡς ἐκ τοῦ σχήματος), Πλίν. 2. 22.
}}
}}