Anonymous

τελεσφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(13_7_2)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; Hom. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, Il. 19, 32 Od. 4, 86 u. sonst, wie Hes., wobei zunächst an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken ist, nach dessen Ablauf Alles von Neuem beginnt; Andere erklären »zu Ende gebracht«; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reise austragen, Plut. de educ. lib. 4 M.; Μοῖρα, Aesch. Prom. 509, die Entscheidung, Vollendung gebende, wie Δίκη, Soph. Ai. 1369. – Auch pass. zu Ende gebracht, vollendet, [[οἶκος]], vollständig eingerichtet, Hesych. – 2) Ertrag bringend, einträglich, Sp. – 3) die Herrschaft führend (vgl. [[τέλος]]), ἐξελθέτω τις δωμάτων [[τελεσφόρος]], Aesch. Ch. 652. – 4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, Aesch. Ch. 210; εὐχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, 534; vgl. πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι, Spt. 637; φάσματα δὸς τελεσφόρα, Soph. El. 636, laß sie in Erfüllung gehen, wie man auch O. C. 1486 fassen kann: ἀνθ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεσφόρον [[χάριν]] δοῦναί [[σφιν]], der sich bethätigende, in Erfüllung gehende Dank; [[χρησμός]], Eur. Phoen. 644; ἀραί, 69. – S. noch Lob. Phryn. 672.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; Hom. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, Il. 19, 32 Od. 4, 86 u. sonst, wie Hes., wobei zunächst an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken ist, nach dessen Ablauf Alles von Neuem beginnt; Andere erklären »zu Ende gebracht«; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reise austragen, Plut. de educ. lib. 4 M.; Μοῖρα, Aesch. Prom. 509, die Entscheidung, Vollendung gebende, wie Δίκη, Soph. Ai. 1369. – Auch pass. zu Ende gebracht, vollendet, [[οἶκος]], vollständig eingerichtet, Hesych. – 2) Ertrag bringend, einträglich, Sp. – 3) die Herrschaft führend (vgl. [[τέλος]]), ἐξελθέτω τις δωμάτων [[τελεσφόρος]], Aesch. Ch. 652. – 4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, Aesch. Ch. 210; εὐχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, 534; vgl. πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι, Spt. 637; φάσματα δὸς τελεσφόρα, Soph. El. 636, laß sie in Erfüllung gehen, wie man auch O. C. 1486 fassen kann: ἀνθ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεσφόρον [[χάριν]] δοῦναί [[σφιν]], der sich bethätigende, in Erfüllung gehende Dank; [[χρησμός]], Eur. Phoen. 644; ἀραί, 69. – S. noch Lob. Phryn. 672.
}}
{{ls
|lstext='''τελεσφόρος''': -ον, ὁ φέρων εἰς [[πέρας]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, «τὸν πάντα τελειοῦντα, ὅ ἐστι τελείους καρποὺς φέροντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Δ. 86, κ. ἀλλ’ [[ὅμως]] κατὰ τὸν τονισμὸν [[εἶναι]] παροξύτ.· καὶ οὕτω διέμεινε παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, τελεσφοροῦσαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 655, Χο. 212, Εὐρ. Φοίν. 69· τὸ [[ὄνειρον]] Αἰσχύλ. Χο. 541· φάσματα δὸς τελεσφόρα, χάρισαι ἐκπλήρωσιν εἰς αὐτά, [[κάμε]] νὰ τελεσφορήσωσιν, Σοφ. Ἠλ. 646· τ. [[χάριν]] δοῦναι, δὸς τὴν [[χάριν]] τῆς ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1489· τ. διδοῦσα χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 641. ΙΙ. πράγματι ἐνεργ., ὁ φέρων εἰς [[τέλος]], ἐκτελῶν τοὺς σκοπούς του, [[Ζεὺς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 23. 2· Μοῖρα Αἰσχύλ. Πρ. 511· φρένες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 996· Δίκη Σοφ. Αἴ. 1390 [[εὔχομαι]] δ’ ἀπ’ ἐμᾶς τοιαῦτ’ ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1000 τ. [[προθυμία]], πειθώ, μνημονεύονται ὡς παραδείγματα ψυχροῦ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1. 2) ὁ φέρων καρπὸν εἰς ὡρισμένην ἐποχήν, χῶραι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5· ὁ φέρων καρπὸν εἰς ἐντέλειαν ἢ πλήρη ὡριμότητα, [[δένδρον]] Πλούτ. 2. 2Ε· ὁ συντελῶν εἰς γονιμότητα, [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 4. 3) ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν, διοίκησιν ἢ διεύθυνσιν, τ. δωμάτων γυνὴ Αἰσχύλ. Χο. 663, πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], [[θεότης]] λατρευομένη [[μετὰ]] τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 111, ἴδε Böckh σ. 479· - [[ὡσαύτως]] Τελεσφορίων, [[αὐτόθι]] 6753.
}}
}}