3,277,114
edits
(13_7_1) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] ein [[ἱκέτης]] sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, [[ἐπεί]] σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., [[ἱκετεύω]] σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες [[πάντως]] ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ [[θανεῖν]]. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit [[δέομαι]] vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. [[δέομαι]] καὶ [[ἱκετεύω]] καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] ein [[ἱκέτης]] sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, [[ἐπεί]] σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., [[ἱκετεύω]] σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες [[πάντως]] ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ [[θανεῖν]]. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit [[δέομαι]] vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. [[δέομαι]] καὶ [[ἱκετεύω]] καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱκετεύω''': μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. [[μετὰ]] ῐ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. [[μετὰ]] ῑ [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. [[πλησιάζω]] τινὰ ὡς [[ἱκέτης]] (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ᾿ ἱκέτευεν [[ἱππόθεν]] ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· [[μετὰ]] δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., [[ὑπὲρ]] οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. [[συχν]]. παρενθετικῶς, [[ἱκετεύω]] ἢ [[ἱκετεύω]] σε, ὡς τὸ [[λίσσομαι]], Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· [[οὕτως]], Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ [[συχνάκις]] συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ. | |||
}} | }} |