Anonymous

στατικός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] 1) stellend, zum Stillstehen bringend, hemmend, Medic.; ἡ στατική, ein adstringirendes Kraut, statice. – 2) wägend; ἡ στατική, die Kunst des Wägens, Plat. Phil. 55 e; ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστι, Charm. 166 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] 1) stellend, zum Stillstehen bringend, hemmend, Medic.; ἡ στατική, ein adstringirendes Kraut, statice. – 2) wägend; ἡ στατική, die Kunst des Wägens, Plat. Phil. 55 e; ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστι, Charm. 166 b.
}}
{{ls
|lstext='''στᾰτικός''': -ή, -όν, ([[ἵστημι]]) ὁ φέρων στάσιν, ἀναγκάζων τινὰ νὰ σταθῇ ἀκίνητο, Ἀριστ. Προβλ. 13. 5· ἄρτου γένος στ. κοιλίας Στράβ. 824· [[ὅθεν]], [[στυπτικός]], Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 80F· ἡ στατική, στυπτική τις [[βοτάνη]], statice, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 82. ΙΙ. ([[ἵστημι]] Α. IV) [[ἔμπειρος]] εἰς ζύγισιν, Πλάτ. Περὶ Δικ. 373C, E· - ἡ στατικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ζυγίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 166Β· ἀντίθετ. τῷ μετρητική, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55Ε· ἀρχὴ στ., ἀντίθετ. τῷ κινητική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 1, πρβλ. 4. 2, 5, Τοπ. 4.6, 6. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 171.
}}
}}