3,273,754
edits
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1312.png Seite 1312]] ἡ, <b class="b2">Wuchs</b>, Leibesgestalt, äußeres Ansehen, bes. schöner Wuchs, Wohlgestalt; Hom. u. Hes., nur von der Menschengestalt und immer im accus., z. B. οὔ ἑθέν ἐστι [[χερείων]], οὐ [[δέμας]] οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας, [[οὔτε]] τι ἔργα Il. 1, 115, vgl. Od. 5, 212; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' [[ἄγχιστα]] [[ἐῴκει]] Il. 2, 58; [[οὔτε]] φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας Od. 8, 186, u. öfter in ähnlichen Vrbdgn; sp. D., φυὴν οὐκ εἶχε γυναικός Mosch. 2, 45, [[ἀναίμων]] φυὴ μελέων Opp. Hal. 1, 639. – Uebh. Schönheit, [[οὔτε]] φυῆς ἐπιδεύεται, [[οὔτε]] νόοιο Theocr. 22, 160; auch die ganze natürliche Anlage od. Beschaffenheit, auch geistige Anlagen, Pind. Ol. 2, 44, bei dem es auch das reife, männliche Alter bedeutet, 1, 67. – Stamm, Geschlecht, φυὴ μερόπων Ep. ad. 250 (Plan. 183). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1312.png Seite 1312]] ἡ, <b class="b2">Wuchs</b>, Leibesgestalt, äußeres Ansehen, bes. schöner Wuchs, Wohlgestalt; Hom. u. Hes., nur von der Menschengestalt und immer im accus., z. B. οὔ ἑθέν ἐστι [[χερείων]], οὐ [[δέμας]] οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας, [[οὔτε]] τι ἔργα Il. 1, 115, vgl. Od. 5, 212; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' [[ἄγχιστα]] [[ἐῴκει]] Il. 2, 58; [[οὔτε]] φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας Od. 8, 186, u. öfter in ähnlichen Vrbdgn; sp. D., φυὴν οὐκ εἶχε γυναικός Mosch. 2, 45, [[ἀναίμων]] φυὴ μελέων Opp. Hal. 1, 639. – Uebh. Schönheit, [[οὔτε]] φυῆς ἐπιδεύεται, [[οὔτε]] νόοιο Theocr. 22, 160; auch die ganze natürliche Anlage od. Beschaffenheit, auch geistige Anlagen, Pind. Ol. 2, 44, bei dem es auch das reife, männliche Alter bedeutet, 1, 67. – Stamm, Geschlecht, φυὴ μερόπων Ep. ad. 250 (Plan. 183). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φυή''': Δωρ. φυά, ἡ (φύω) ἡ τοῦ σώματος [[φύσις]], ἡ σωματικὴ [[ἀνάπτυξις]], [[μάλιστα]] τὸ [[καλῶς]] ἀνεπτυγμένον [[σῶμα]], ὡς τὸ εὐφυΐα, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε δὲ (ὡς παρ’ Ἡσ.) ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ μόνον κατ’ αἰτ., θηήσαντο φυὴν καὶ [[εἶδος]] ἀγητὸν Ἰλ. Χ. 370· φυὴν [[ἐδάην]] καὶ μήδεα Γ. 208· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ’ ἄγχιστα [[ἐῴκει]], κατά τε τὴν μορφὴν καὶ τὸ [[ἀνάστημα]] καὶ κατὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ σώματος, Β. 58, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 152· οὔ ἑθέν ἐστι [[χερείων]], οὐ [[δέμας]] οὐδὲ φυγήν, οὐτ’ ἂρ φρένας Ἰλ. Α. 114, πρβλ. Ὀδ. Ε. 212, Ζ. 210, Θ. 168· φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστι Ἰλ. Η. 210, Ὀδ. Θ. 134· ― μεταγεν. κατὰ γενικήν, [[οὔτε]] φυῆς ἐπιδευέες [[οὔτε]] νόοιο Θεόκρ. 22. 160 μόνον [[ἅπαξ]] παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, φυὰν Γοργόνος ἴσχειν Εὐρ. Ἠλ. 461· πρβλ. [[δέμας]], [[εἶδος]]. 2) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ βοῶν, ἐμβάλλων ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] Πινδ. Π. 4. 419· ἐπὶ ῥόδων, Μόσχ. 2. 36, Λουκ.· ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέβη ἡ φ. τοῖς τείχεσιν, ἡ πρώτη αὐτῶν μορφὴ ἀποκατεστάθη, Ἑβδ. (Νεεμ. Δϳ, 7). ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ [[φύσις]], αἱ φυσικαὶ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ [[φύσις]], τὸ [[πνεῦμα]] [[αὐτοῦ]], σοφὸς ὁ πόλλ’ εἰδὼς φυᾷ Πινδ. Ο. 2. 154· μάρνασθαι φυᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 38, πρβλ. 1. 7. (6) 32· φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 62· τὸ δὲ φυᾷ ἅπαν κράτιστον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 151· οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. ΙΙΙ. τὸ [[ἄνθος]] ἢ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας, [[εὐάνθεμος]] φυὰ Πινδ. Ο. 1. 109. IV. [[οὐσία]], [[ὑπόστασις]], [[ἀναίμων]] ἐστὶ φυὴ μελέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 639, πρβλ. Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. V. ὡς τὸ [[φῦλον]], φυὴ μερόπων, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, Ἀνθ. Πλαν. 183. ― Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. ― Ἴδε Κόντου Προσθήκας ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δϳ, σ. 365. | |||
}} | }} |