Anonymous

κόπος: Difference between revisions

From LSJ
1,209 bytes added ,  5 August 2017
6_19
(13_6b)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ὁ, 1) das Schlagen, der <b class="b2">Schlag</b>; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, <b class="b2">Mattigkeit</b>; κόπῳ παρεῖσθαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Bacch. 643; [[καματηρός]] Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν [[κόπος]] μ' ἀπαλλάξῃ [[ποτέ]] Soph. Phil. 868.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ὁ, 1) das Schlagen, der <b class="b2">Schlag</b>; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, <b class="b2">Mattigkeit</b>; κόπῳ παρεῖσθαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσθαι Bacch. 643; [[καματηρός]] Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν [[κόπος]] μ' ἀπαλλάξῃ [[ποτέ]] Soph. Phil. 868.
}}
{{ls
|lstext='''κόπος''': -ου, ὁ, ([[κόπτω]]) [[κτύπημα]], [[κτύπος]], ὀξύχειρι σὺν κόπῳ (κατὰ Pauw ἀντὶ κτύπῳ), Αἰσχύλ. Χο. 23· στέρνων κόπους (κατὰ Seidl. ἀντὶ κτύπους) Εὐρ. Τρῳ. 789. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[μόχθος]], [[ταλαιπωρία]], [[κακοπάθεια]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 210· [[ἀνδροδάϊκτος]] [[κόπος]] ὁ αὐτ. (ἐν Ἀποσπ. 131) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1264, πρβλ. 1267 κἑξ.· ὁ [[πόνος]] νόσου τινός, Σοφ. Φιλ. 880. 2) [[κόπωσις]], [[ἐξάντλησις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· ὑπὸ κόπου, [[ἕνεκα]] κοπώσεως, Εὐρ. Βάκχ. 834· κόπῳ παρεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852· κόπῳ δαμῆναι ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 764· τῷ κ. ξυνεῖναι Ἀριστοφ. Πλ. 321· τὰ γόνατα κ. ἑλεῖ μου ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 542· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ρῆσ. 124· κόποι καὶ ὕπνοι Πλάτ. Πολ. 537Β, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 4. 2, κτλ.
}}
}}