3,274,194
edits
(13_7_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ές, mitgeboren, angeboren, [[ὀφθαλμός]], Pind. P. 5, 16; [[πότμος]], N. 5, 40 I. 1, 40, [[ἦθος]], Ol. 13, 13; τὸ συγγενές, N. 6, 8 P. 10, 12, παυροῖς γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς [[τόδε]], Aesch. Ag. 806; Eum. 661. – Gew. <b class="b2">verwandt</b> von demselben Geschlechte; συγγενέσιν παρεκοινᾶτο, Pind. P. 4, 133; Aesch. Ch. 197; φεύγουσα συγγενῆ γάμον άνεψιῶν, Prom. 857; Soph. O. R. 551. 1159; öfter het Eur., bei Thuc. u. sonst in Prosa; τσ συγγενές, die Verwandtschaft, Aesch. Prom. 39. 289, wie Soph. El. 1461 u. Eur. Heracl. 6; auch adv. συγγενῶς, Herc. Eur. 1293; übertr., ähnlich, ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ το ὺς τρόπους οὐ [[συγγενής]], Ar. Equ. 1277; u. mit der bei [[ὅμοιος]] bemerkten Kürze, ὡς ξυγγενὴς ὁ κύσθ ος αὐτῆς θατέρᾳ für τῷ τῆς ἑτέρας κ ύσθῳ, Ach. 754; τούτῳ συγγενέστερον καὶ ὁμοιότερον, Plat. Phil. 22 d; Phaed. 79 b; Folgde. – Am persischen, ewse war [[συγγενής]] ein Ehrentitel, den der König anagezeichneten Mäinern ertheilte, Xen. Cyl. 1, 4, 27. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] ές, mitgeboren, angeboren, [[ὀφθαλμός]], Pind. P. 5, 16; [[πότμος]], N. 5, 40 I. 1, 40, [[ἦθος]], Ol. 13, 13; τὸ συγγενές, N. 6, 8 P. 10, 12, παυροῖς γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς [[τόδε]], Aesch. Ag. 806; Eum. 661. – Gew. <b class="b2">verwandt</b> von demselben Geschlechte; συγγενέσιν παρεκοινᾶτο, Pind. P. 4, 133; Aesch. Ch. 197; φεύγουσα συγγενῆ γάμον άνεψιῶν, Prom. 857; Soph. O. R. 551. 1159; öfter het Eur., bei Thuc. u. sonst in Prosa; τσ συγγενές, die Verwandtschaft, Aesch. Prom. 39. 289, wie Soph. El. 1461 u. Eur. Heracl. 6; auch adv. συγγενῶς, Herc. Eur. 1293; übertr., ähnlich, ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ το ὺς τρόπους οὐ [[συγγενής]], Ar. Equ. 1277; u. mit der bei [[ὅμοιος]] bemerkten Kürze, ὡς ξυγγενὴς ὁ κύσθ ος αὐτῆς θατέρᾳ für τῷ τῆς ἑτέρας κ ύσθῳ, Ach. 754; τούτῳ συγγενέστερον καὶ ὁμοιότερον, Plat. Phil. 22 d; Phaed. 79 b; Folgde. – Am persischen, ewse war [[συγγενής]] ein Ehrentitel, den der König anagezeichneten Mäinern ertheilte, Xen. Cyl. 1, 4, 27. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ [[ὁμοῦ]] γεγεννημένος, συμπεφυκώς, συνυπάρχων ἐκ γενετῆς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], [[σύμφυτος]], [[ἦθος]] Πινδ. Ο. 13. 16· [[εὐδοξία]] Ν. 3. 69· [[νόσημα]] σ. ἐστί τινι Ἱππ. Προρρ. 83· [[φόβος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 691 παύροις. ἐστι συγγενὲς τόδε, ἔμφυτον, φυσικὸν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 832· ἡ [[τύχη]] προσγίγνεθ’ ἡμῖν σ. τῷ σώματι Φιλήμων ἐν «Ἀποκαρτεροῦντι» 1· ἐσσόμενον προϊδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται Πινδ. Ν. 1. 41· συγγενεῖς μῆνες, οἱ ὁμογέννητοι μῆνες τοῦ φυσικοῦ μου βίου, Σοφ. Ο. Τ. 1082· σ. τρίχες, ἡ [[κόμη]] ἣν γεννᾶταί τις ἔχων, δηλ. αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γενειάδα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 7., 7. 4, 7· σημεῖα σ. τὰ σημεῖα ἃ γεννᾶταί τις ἔχων, [[αὐτόθι]] 7. 6, 5· δυνάμεις αἱ σ., ἀντίθ. τῷ αἱ ἔθει καὶ αἱ μαθήσει, ὁ αὐτ. [[μετὰ]] τὰ Φυσ. 5. 5, 1· τὸ συγγενὲς αὔξει, αὐξάνει τὴν φυσικήν του δύναμιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικομ. 3. 12, 7· - οὕτω ἐν τῷ ἐπιρρ., συγγενῶς [[δύστηνος]], ἐκ γενετῆς μου [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1293 ἴδε ἐν λ. [[σύμφυτος]]. ΙΙ. ὁ τῆς αὐτῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας, [[συγγενής]], τινι Ἡρόδ. 1. 109., 3. 2, Ἀττ.· - ἀπολ. [[συγγενής]], ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, 4. 236· θεὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· γυνὴ Εὐρ. Ἀνδρ. 887· χεὶρ Σοφ. Ο. Κ. 1387 συγγενέστατος, πλησιέστατος [[συγγενής]], Ἰσαῖ 85. 25 σ. [[γάμος]], [[γάμος]] [[μετὰ]] συγγενοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 2, κ. ἀλλ.· - [[ἐντεῦθεν]] β) ὡς οὐσιαστ. [[συγγενής]], οὖσα σ. ἐκείνου Ἀριστοφάν. Εἰρήν. 618· τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενῆ καὶ φυλέτα (δυϊκ., πρβλ. περικαλλῆ ἐν Θεσμ. 282) ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 368· φίλος καὶ ξ. τινος Πλάτ. 487Α, πρβλ. 378C· [[ἔργον]] εὑρεῖν συγγενῆ πένητός ἐστιν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 7· γάμει τὴν συγγενῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 224· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴ οἰκογένεια, Πινδ. Π. 4. 236, Ἡρόδ. 2. 91, κ. ἀλλαχ.· καταχρηστικῶς λέγεται ἐπὶ τῶν τέκνων (ἔκγονοι) ἐν σχέσει πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτῶν, Ἰσαῖ. 72. 12, ἴδε ἐν λέξει [[συγγένεια]] Ι, ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. Ἀνδοκ. 3. 31· παροιμ., τοῖς συγγενέσι τὰ τῶν συγγενῶν ὁ αὐτ. 48. 40. γ) τὸ συγγενές, = [[συγγένεια]], συγγενικὴ [[σχέσις]], Αἰσχύλ. Προμ. 289, Σοφ. Ἠλ. 1469, Θουκ. 3. 82, κτλ.· τὸ [[πνεῦμα]] τῆς γενεᾶς τινος, Πιν. Π. 10. 20, Ν. 6. 15· εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι σ., ἂν ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 814· ἐπὶ φυλῶν, κατὰ τὸ ξ. Θουκ. 1. 95. 2) μεταφορ., [[συγγενής]], [[ὁμοειδής]], [[ὅμοιος]], τοὺς τρόπους οὐ συγγενὴς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1280, πρβλ. Θεσμ. 574· συγγενὴς ὁ κύθος αὐτῆς θἀτέρᾳ (ἀντὶ τῷ τῆς ἑτέρας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 789, πρβλ. [[ὅμοιος]] Β. 2· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ἡ ψυχὴ σ. οὖσα τῷ σώματι Πολ. 611. 8· τῇ πολεμικῇ σ. ἡ [[πάλη]] Νόμ. 814D· τοῖς ... λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 1, πρβλ. Ρητ. 2. 23, 8· - σπανίως [[μετὰ]] γεν., [[νοῦς]] αἰτίας ξ. Πλάτ. Φίληβ. 31Α, πρβλ. Φαίδωνα 79D, Πολ. 403Α· ἀπολ., σ. [[τιμωρία]], ἁρμόζουσα, προσήκουσα [[τιμωρία]], Λυκοῦργ. 165. 10· συγγενῆ, πράγματα τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους ἢ εἴδους, ὁμογενῆ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕμν. 1. 9, 1· τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 12· ἐν γαίῃ μὲν [[σῶμα]] τὸ συγγενές, τὸ ὁμογενές, ὁμοειδές, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 261. 7. - Ἐπίρρ., ξυγγενῶς ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 897C· ξ. τρέχων Πλάτωνι Ἄλεξις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 1. ΙΙΙ. ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῆ, [[συγγενής]], ἦτο [[προσωνυμία]] ἣν ὁ βασιλεὺς ἀπένεμεν ὡς [[σημεῖον]] [[τιμῆς]] ([[οἷον]] τὸ παρ’ Ἄγγλοις Cousin, παρὰ Γερμ. Vetter, ἴδε [[ὅμοιος]] ΙΙ), Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27, [[αὐτόθι]] 2. 2, 31, Διόδ. 16. 50· [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς, π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 2622 κ. ἀλλ. | |||
}} | }} |