Anonymous

ναύτης: Difference between revisions

From LSJ
6_19
(13_6a)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] ὁ, der Schiffsmann, <b class="b2">Schiffer</b>, Seefahrer; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰθάκην, Od. 1, 171, öfter; Hes. u. Pind., ναυτᾶν [[ἄωτος]] sind die Argonauten, P. 4, 188; πεζὸς ἢ [[ναύτης]], Aesch. Pers. 705, öfter, wie Soph.; auch μή μ' ἄγειν ναύτην, auf dem Schiffe, Phil. 901, Suid. erkl. [[ἐπιβάτης]]; – Eur. ναύταν ὅμιλον, Hec. 921, öfter; u. in Prosa, wo damit bes. die Matrosen, Ruderknechte bezeichnet werden; διὰ τἠν τῶν κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν μοχθηρίαν, Plat. Polit. 302 a; ναύτας ὁπλίσας, Xen. Hell. 1, 1, 16; κατέγραφον ναύτας, Pol. 1, 49, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] ὁ, der Schiffsmann, <b class="b2">Schiffer</b>, Seefahrer; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰθάκην, Od. 1, 171, öfter; Hes. u. Pind., ναυτᾶν [[ἄωτος]] sind die Argonauten, P. 4, 188; πεζὸς ἢ [[ναύτης]], Aesch. Pers. 705, öfter, wie Soph.; auch μή μ' ἄγειν ναύτην, auf dem Schiffe, Phil. 901, Suid. erkl. [[ἐπιβάτης]]; – Eur. ναύταν ὅμιλον, Hec. 921, öfter; u. in Prosa, wo damit bes. die Matrosen, Ruderknechte bezeichnet werden; διὰ τἠν τῶν κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν μοχθηρίαν, Plat. Polit. 302 a; ναύτας ὁπλίσας, Xen. Hell. 1, 1, 16; κατέγραφον ναύτας, Pol. 1, 49, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ναύτης''': -ου, ὁ, ([[ναῦς]]) Λατ. nauta, ὡς καὶ νῦν, [[ναύτης]], Ὅμ., Ἡσ., κλ.· ὡς ἐπίθ., ν. [[ὅμιλος]] Εὐρ. Ἑκάβ. 921· κατὰ θάλασσαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεζὸς (κατὰ γῆν), πεζὸς ἢ [[ναύτης]] δὲ πεῖραν τήνδ’ ἐμώρανεν [[τάλας]]; Αἰσχύλ. Πέρσ. 719. ΙΙ. ὁ κατὰ θάλασσαν συνοδοιπόρος, [[σύντροφος]], συνταξειδιώτης, ναύτην ἄγειν τινὰ Σοφ. Φ. 901· μεταφορ., συμποσίου ναῦται, σύντροφοι ἐν τῷ συμποσίῳ, συμπόται, [[Διονύσιος]] Ἐλεγειογράφ. παρ’ Ἀθην. 443D.
}}
}}