Anonymous

ποῖος: Difference between revisions

From LSJ
6,486 bytes added ,  5 August 2017
6_4
(13_7_2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0652.png Seite 652]] [[ποία]], ποῖον, in ion. Prosa [[κοῖος]], κοίη, κοῖον (vgl. ποσ), wie beschaffen? welch einer? was für einer? das lat. qualis? bei Hom. häufig π οῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων, u. ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, gew. mit dem Nebenbegriffe staunender Entrüstung, mehr Ausruf als eigtl. Frage; auch ποῖον ἔειπες, Il. 13, 824 u. sonst, wie ποῖον ἔρεξας, 23, 570; ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, Od. 1, 406; ποίαν γαῖαν, Pind. P. 4, 97; ποίαις τύχαις, N. 1, 61; ποίῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 765; ποίῳ μόρῳ δὲ τούσδε φὴς ὀλωλέναι; Pers. 438, u. öfter; ἔστιν δὲ ποῖον [[τοὔπος]]; Soph. O. R. 89; Eur., Ar. u. in Prosa; mit dem Artikel, τὸν ποῖον; Soph. Phil. 1213; τὸ ποῖον; τὰ ποῖα; O. R. 120 Trach. 78; auch τὰ ποῖα [[ταῦτα]], O. R. 291 u. öfter; vgl. Pors. Eur. Phoen. 719. 892; Elmsl. Ar. Ach. 418. 974 Nubb. 1270; Plat. Theaet. 147 d Soph. 220 e u. öfter, wie τὰ ποῖα δὴ λέγεις, Phil. 13 d, auch τὰ ποῖα δὴ ταῦτα λέγεις; Phaed. 81 e; ὑπὲρ τοῦ ποίου τινὸς δεδιέναι, 78 b; oft mit [[τίς]], was für einer, wie ποῖόν τινα οἴει καρπὸν θερίζειν; Phaedr. 260 c. – Gehäuft, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν, Theaet. 149 d. – Auch in indirecter Frage, καὶ σὸν διδάξω πατέρα, ποῖα χρὴ λέγειν, Aesch. Suppl. 514; Folgende. – Wie [[οἷος]] c. inf. vrbdn, ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, Od. 21, 195, s. [[οἷος]]. – [Erst sehr späte Dichter brauchen die letzte Sylbe des fem. zuweilen kurz, also ποῖα, s. Jac. A. P. LXV. – Die erste Sylbe wird aber auch bei att. Dichtern nicht selten kurz gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0652.png Seite 652]] [[ποία]], ποῖον, in ion. Prosa [[κοῖος]], κοίη, κοῖον (vgl. ποσ), wie beschaffen? welch einer? was für einer? das lat. qualis? bei Hom. häufig π οῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων, u. ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, gew. mit dem Nebenbegriffe staunender Entrüstung, mehr Ausruf als eigtl. Frage; auch ποῖον ἔειπες, Il. 13, 824 u. sonst, wie ποῖον ἔρεξας, 23, 570; ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, Od. 1, 406; ποίαν γαῖαν, Pind. P. 4, 97; ποίαις τύχαις, N. 1, 61; ποίῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 765; ποίῳ μόρῳ δὲ τούσδε φὴς ὀλωλέναι; Pers. 438, u. öfter; ἔστιν δὲ ποῖον [[τοὔπος]]; Soph. O. R. 89; Eur., Ar. u. in Prosa; mit dem Artikel, τὸν ποῖον; Soph. Phil. 1213; τὸ ποῖον; τὰ ποῖα; O. R. 120 Trach. 78; auch τὰ ποῖα [[ταῦτα]], O. R. 291 u. öfter; vgl. Pors. Eur. Phoen. 719. 892; Elmsl. Ar. Ach. 418. 974 Nubb. 1270; Plat. Theaet. 147 d Soph. 220 e u. öfter, wie τὰ ποῖα δὴ λέγεις, Phil. 13 d, auch τὰ ποῖα δὴ ταῦτα λέγεις; Phaed. 81 e; ὑπὲρ τοῦ ποίου τινὸς δεδιέναι, 78 b; oft mit [[τίς]], was für einer, wie ποῖόν τινα οἴει καρπὸν θερίζειν; Phaedr. 260 c. – Gehäuft, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν, Theaet. 149 d. – Auch in indirecter Frage, καὶ σὸν διδάξω πατέρα, ποῖα χρὴ λέγειν, Aesch. Suppl. 514; Folgende. – Wie [[οἷος]] c. inf. vrbdn, ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, Od. 21, 195, s. [[οἷος]]. – [Erst sehr späte Dichter brauchen die letzte Sylbe des fem. zuweilen kurz, also ποῖα, s. Jac. A. P. LXV. – Die erste Sylbe wird aber auch bei att. Dichtern nicht selten kurz gebraucht.]
}}
{{ls
|lstext='''ποῖος''': -α, -ον, Ἰω [[κοῖος]], -η, -ον, (ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ὁμήρῳ, ἴδε [[πόσος]] ἐν τέλει) ― ὁποῖός τις; [[ποῖος]] τὸ [[εἶδος]]; «τί λογῆς»; Λατ. qualis? ἐν χρήσει ἐπὶ ἐρωτήσεων˙ παρ’ Ὁμ. συνήθως ἐκφράζει ἔκπληξιν καὶ ὀργήν, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, τί [[λόγος]] [[εἶναι]] αὐτὸς τὸν ὁποῖον εἶπες! Ἰλ. Α. 552, κτλ.˙ ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων Δ. 350, κτλ.˙ καὶ [[ἁπλῶς]], ποῖον ἔειπες Ν. 824, Ὀδ. Β. 85, κτλ.˙ ποῖον ἔρεξας Ἰλ. Ψ. 570˙ ποῖοί κ’ εἶτ’ Ὀδυσῆι ἀμυνέμεν, τὶ εἶδους ἄνδρες θὰ φανῆτε νὰ βοηθήσητε τὸν Ὀδυσσέα, Ὀδ. Φ. 195· ταύτην τὴν χρῆσιν διατηρεῖ καὶ παρ’ Ἀττ., εἰς δήλωσιν ἐκπλήξεως, κτλ., Heind εἰς Πλάτ., Χαρμ. 174C· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἁπλῶν ἐρωτήσεων, ποίης δ’ ἐξ εὔχεται [[εἶναι]] γαίης Ὀδ. Α. 406· [[κοίῃ]] χειρί; Ἡρόδ. 4. 155· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. 2) διπλῶς τιθέμενον: ποίαν χρὴ [γυναῖκα] ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν τίκτειν; Πλάτ. Θεαίτ. 149D. 3) [[ποῖος]] οὐ ἐν ἐρωτήσει [[εἶναι]] ἰσοδύναμον τῷ [[ἕκαστος]] ἐν καταφάσει, Ἡρόδ. 7. 21, Σοφ. Ο. Τ. 420, κτλ. 4) ἐν διαλόγοις τὸ [[ποῖος]] [[ἐνίοτε]] τίθεται [[μετὰ]] λέξεως ἧς ἐποιήσατο χρῆσιν ὁ προλαλήσας, καὶ ἐκφράζει ἔκπληξιν [[μετὰ]] περιφρονήσεως, Πρωτέως τάδ’ ἐστὶ μέλαθρα. ― Ἀπόκρ. ποίου Πρωτέως; Ἀριστοφ. Θεσμ. 874, πρβλ. Ἀχ. 62. 158, 761, Νεφ. 367, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β, Γοργ. 490Ε, κτλ. 5) παρ’ Ἀττ. οὐχὶ σπανίως [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., ὅτε ἐκ τῆς ἐρωτήσεως παραλαμβάνεται τὸ ὑπὸ τοῦ ἄρθρου ὁριζόμενον [[ὄνομα]] ἢ ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται (Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 892), τὸ ποῖον [[εὑρών]]... [[φάρμακον]]; Αἰσχύλ. Πρ. 249· τὰ ποῖα τρύχη; μῶν ἐν οἷς...; Ἀριστοφ. Ἀχ. 418· λέγεις δὲ τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; τὴν ἀπὸ τιμημάτων Πλάτ. Πολ. 550C· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς δεικτικῆς ἀντων., ὁ [[ποῖος]] [[οὗτος]]...; ὁ [[δεινός]], ὁ [[ταλαύρινος]]...¦; Ἀριστοφ. Ἀχ. 963, πρβλ. Νεφ. 1270· ὁ [[ποῖος]]; ὁ [[Βριάρεως]]... Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἡ [[ἀπόκρισις]] γίνεται γενικωτέρα, Σοφ. Ο. Τ. 120, 291, Ο. Κ. 1415, Φιλ. 1229· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ποῖον; Πλάτ. Σοφ. 220Ε, κλπ.· τὸ ποῖον δή; ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147D, Φαίδρ. 279Α· τὰ ποῖα [[ταῦτα]]; ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395D, κτλ.· τῇς [[ποίας]] μερίδος; Δημ. 246. 10. 6) ἡ [[χρῆσις]] τοῦ [[ποῖος]] [[μετὰ]] τῆς δεικτικῆς ἀντων. [[εἶναι]] κοινὴ καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρ., κοῖα [[ταῦτα]] λέγεις; Ἡρόδ. 7. 48· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε...; τί λογῆς Ἐρινὺς [[εἶναι]] αὕτη...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1119· ποῖον ἐρεῖς τόδ’ [[ἔπος]]; τί λογῆς [[λόγος]] [[εἶναι]] αὐτὸς τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃς; Σοφ. Φιλ. 1204, πρβλ. 441, κτλ. 7) ποῖός τις; [[εἶναι]] ἐν συχνῇ χρήσει καὶ ἐκφέρει τὸ [[ἐρώτημα]] [[μᾶλλον]] ἀορίστως, κοῖόν μέ τινα νομίζουσιν [[εἶναι]]; Ἡρόδ. 3. 34· κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ [[εἶναι]]; [[αὐτόθι]]· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1163, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6, κτλ.· ποῖ’ ἄττα; Πλάτ. Πολ. 398C, κτλ.· τὰ ποῖ’ ἄττα; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 8, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 240C. 8) ποίᾳ, Ἰων. [[κοίῃ]], ὡς ἐπίρρ. = πῶς; Λατ. quomodo? Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· ποίᾳ [[ἄλλῃ]], διὰ τίνος ἄλλου τρόπου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1219. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὁποῖος]] ἐν πλαγίᾳ ἐρωτήσει, διδάξω... ποῖα χρὴ λέγειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 519. πρβλ. Πρ. 194, Σοφ. Φιλ. 153, κτλ.· οὐκ [[οἶδα]] ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Πλάτ. Πολ. 414D. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ἔνθα]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ [[πόσος]], [[οἷον]], ποίου χρόνου…; ἐπὶ πόσον [[περίπου]] χρόνον…; Αἰσχύλ. Ἀγ. 278, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 815, Ἀριστοφ. Ὄρν. 920. IV. = [[ποδαπός]]; [[ποῖος]] οὑτωσὶ Τιμόθεος; ― Μιλήσιός τις..., Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 20· (αἱ λ. [[ποῖος]], [[κόσος]], [[δέον]] νὰ ἀναφέρωνται εἴς τινα ἀρχικὸν τύπον *πός, ὡς αἱ συσχετικαὶ ἀναφορικαὶ οἷος, [[ὅσος]] εἰς τὸ ὅς, καὶ αἱ δεικτικαὶ [[τοῖος]], [[τόσος]] εἰς τὸ *τός, τό). [Μεταγενέστεροι στιχοποιοὶ ποιοῦσιν [[ἐνίοτε]] τὸ θηλυκ. [[ποία]] τροχαῖον (-υ), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. ixv. ― Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] [[ἐνίοτε]] βραχεῖα παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 911, Ἀριστοφ. Σφ. 1369].
}}
}}