3,273,735
edits
(13_7_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] ὁ, zsgzgn [[πλοῦς]], die <b class="b2">Schifffahrt</b>; δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, Od. 3, 169; Hes. O. 632. 667; ναῶν πλόον εὐθύν, Pind. Ol. 7, 32, u. öfter, wie Tragg.; πλοῦν ἐστείλαμεν, wir machten die Seefahrt, Soph. Ai. 1024; τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι, Phil. 548; auch καιρὸς καὶ [[πλοῦς]] ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην, günstige Schifffahrt, 1437; Eur. oft; u. in Prosa: Her. 2, 29. 156; μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς πρὶν πλοῦς γένηται, Thuc. 1, 137; auch günstige Zeit, günstiger Wind zum Fahren, πλῷ χρησάμενοι, 3, 3, = [[εὔπλοια]], wie καλλίστοις πλοῖς χρῆσθαι Antiph. 5, 83. – Sprichwörtl. [[δεύτερος]] [[πλοῦς]], wenn es so nicht geht, doch auf die andere Weise, Plat. Polit. 300 b Phaed. 99 d; ἐπεὶ τοῦ μέσου τυχεῖν ἄκρως χαλεπόν, κατὰ τὸν δεύτερόν φασι πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπ τέον τῶν κακῶν, Arist. eth. 2, 9; Folgde. – Spätere Dichter brauchen das Wort auch von Landreisen, Nic. Ther. 195 u. Antimach. beim Schol. dazu, vgl. Lob. Phryn. 615. – Phot. führt auch den unregelmäßigen plur. πλόες an. auch der gen. sing. lautete bei Sp. πλοός, vgl. Lob. Phryn. 453. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0637.png Seite 637]] ὁ, zsgzgn [[πλοῦς]], die <b class="b2">Schifffahrt</b>; δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, Od. 3, 169; Hes. O. 632. 667; ναῶν πλόον εὐθύν, Pind. Ol. 7, 32, u. öfter, wie Tragg.; πλοῦν ἐστείλαμεν, wir machten die Seefahrt, Soph. Ai. 1024; τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι, Phil. 548; auch καιρὸς καὶ [[πλοῦς]] ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην, günstige Schifffahrt, 1437; Eur. oft; u. in Prosa: Her. 2, 29. 156; μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς πρὶν πλοῦς γένηται, Thuc. 1, 137; auch günstige Zeit, günstiger Wind zum Fahren, πλῷ χρησάμενοι, 3, 3, = [[εὔπλοια]], wie καλλίστοις πλοῖς χρῆσθαι Antiph. 5, 83. – Sprichwörtl. [[δεύτερος]] [[πλοῦς]], wenn es so nicht geht, doch auf die andere Weise, Plat. Polit. 300 b Phaed. 99 d; ἐπεὶ τοῦ μέσου τυχεῖν ἄκρως χαλεπόν, κατὰ τὸν δεύτερόν φασι πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπ τέον τῶν κακῶν, Arist. eth. 2, 9; Folgde. – Spätere Dichter brauchen das Wort auch von Landreisen, Nic. Ther. 195 u. Antimach. beim Schol. dazu, vgl. Lob. Phryn. 615. – Phot. führt auch den unregelmäßigen plur. πλόες an. auch der gen. sing. lautete bei Sp. πλοός, vgl. Lob. Phryn. 453. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλόος''': ὁ, Ἀττ. συνῃρ. [[πλοῦς]]· πληθ. πλοῖ Σοφ. Φιλ. 304, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 7· δοτ. πλοῖς Ἀντιφῶν 139. 13· αἰτ. [[πλοῦς]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5. 16· ― παρὰ μεταγεν. ἔχομεν ἐν. γεν. πλοός, ὡς εἰ ἦν τριτόκλιτον, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 176, Ξεν. Ἐφ. 1. 14, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 1· δοτ. πλοῒ Διοδ. Ἐκλογ. 489. 21· πληθ. πλόες, Φώτ., αἰτ. πλόας Συλλ. Ἐπιγρ. 3920· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 453· ([[πλέω]]) Τὸ πλέειν, [[πλοῦς]], ταξίδιον διὰ θαλάσσης, Ὀδ. Γ. 169, Ἡρόδ. ([[ὅστις]] [[πανταχοῦ]] ἔχει τὸν δισύλλαβον τύπον) 2. 29 κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ναῶν πλ. Πινδ. Ο. 7. 57· πλόον ὁρμαίνειν Ὀδ., ἔνθ’ ἀνωτ.· πλοῦν στέλλειν, ποιεῖσθαι Σοφ. Αἴ. 1045, Φίλ. 552· ἢ μέ τις [[ἄνεμος]] ἔξω πλόου ἔβαλεν, «ἢ ἄνεμός με τοῦ πλοῦ παρέσφαλεν;» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 11. 60· ἐπὶ ἡμέρας δ’ [[πλόος]] Ἡρόδ. 2. 29· μῆκός ἐστι [[πλόος]] ἡμέραι δ΄, τὸ [[μῆκος]] [[εἶναι]] [[πλοῦς]] τεσσάρων ἡμερῶν, [[αὐτόθι]] 158· ἐκ τῶν πλόων, [[μετὰ]] τὸ ταξίδιον, ὁ αὐτ. 4. 185· ― μεταφ., διὰ τοῦ πλοῦ... τῆς ζωῆς Πλάτ. Νόμ. 803Β. 2) = [[εὔπλοια]], [[ὡραῖος]] πλ., εἰαρινὸς πλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628, 663, 676· καιρὸς καὶ [[πλοῦς]] Σοφ. Φιλ. 1450· [[πλοῦς]] γίγνεται, δηλ. γίνεται εὐνοϊκὸς [[ἄνεμος]], Ἀντιφῶν 132, 19, Θουκ. 1. 137· πλ. ἐστί τινι Εὐρ. Ἑκάβ. 899, Ι. Α. 92· παραπίπτει τινὶ Πολύβ. 4. 57, 6· πλῷ χρῆσθαι, ἔχειν καλὸν καιρόν, Θουκ. 3. 3· καλλίστοις πλοῖς χρῆσθαι Ἀντιφῶν 139. 12. 3) παροιμ. [[δεύτερος]] [[πλοῦς]], δευτέρα [[ἐπιχείρησις]] ἐπὶ τῶν δοκιμαζόντων δευτέραν ἐπιχείρησιν [[ὅταν]] ἡ πρώτη ἀποτύχῃ, ὁ [[δεύτερος]] [[πλοῦς]] ἐστι λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι [[πλεῖν]] Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, Πλάτ. Φαίδων 99D, Φίληβ. 19C, Πολιτ. 300Β· [[δεύτερος]] δὲ [[πλοῦς]]..., πειρᾶσθαι..., κατὰ δεύτερον δὲ λόγον ἄριστος [[τρόπος]] [[εἶναι]] νὰ δοκιμάσῃ τις..., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 23· κατὰ τὸν δ. πλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 4· δ’ ἂν εἴη [[πλοῦς]] τό..., Πολύβ. 8. 2, 6· ― παροιμ., οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζαν ἔσθ’ ὁ [[πλοῦς]] Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 26. 4) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ ὁδοιπορίας κατὰ ξηρὰν (πρβλ. [[πλέω]] Ι. 2), Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 615· ἐπὶ τῆς ἑρπύσεως ὄφεως, Νικ. Θηρ. 295. | |||
}} | }} |