Anonymous

ἀνάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_2)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, [[τεῖχος]], Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, [[τεῖχος]], Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάλωτος''': [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., [[ἁλίσκομαι]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι [[ἀπόρθητος]]. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων [[ἀκατάβλητος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, [[ἀδωρόληπτος]], ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνέφικτος]], διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23.
}}
}}