Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_6b)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] aor. ἀλήθην, herumgetrieben werden, umherschweifen, Hom. oft, Il. 6, 201 Od. 5, 448. 14, 380; perf. [[ἀλάλημαι]] mit Präsensbdtg, daher accentuirt ἀλάλησθαι Od. 2, 370, ἀλαλήμενος 13, 333; Anacr. 56, 12; [[ἀλαθείς]] Aesch. Suppl. 849; Soph. in der Verbannung lebend, O. C. 1365, ἐκ [[σέθεν]] 1680 vgl. Eur. Phoen. 1705; übertr. ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανὲς ἀλλ' ἀλώμεθα, wir sind irren Geistes, ungewiß, Ai. 23; – τί, durch einen Ort hindurchschweifen, πορθμούς Eur. Hel. 539, δρυμούς Theocr. 13, 66; -τινός, von etwas abschweifen, verfehlen, εὐφροσύνας, er ist der Freude untheilhaftig, Pind. Ol. 1. 58; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur. Tr. 635. – Selten in Prosa, Her. 4, 97 im praes., wie Hippocr. u. Thuc. 2, 102; ἐπὶ ξένης Isocr. 4, 168; Sp., wie Diod. 5, 59.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] aor. ἀλήθην, herumgetrieben werden, umherschweifen, Hom. oft, Il. 6, 201 Od. 5, 448. 14, 380; perf. [[ἀλάλημαι]] mit Präsensbdtg, daher accentuirt ἀλάλησθαι Od. 2, 370, ἀλαλήμενος 13, 333; Anacr. 56, 12; [[ἀλαθείς]] Aesch. Suppl. 849; Soph. in der Verbannung lebend, O. C. 1365, ἐκ [[σέθεν]] 1680 vgl. Eur. Phoen. 1705; übertr. ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τρανὲς ἀλλ' ἀλώμεθα, wir sind irren Geistes, ungewiß, Ai. 23; – τί, durch einen Ort hindurchschweifen, πορθμούς Eur. Hel. 539, δρυμούς Theocr. 13, 66; -τινός, von etwas abschweifen, verfehlen, εὐφροσύνας, er ist der Freude untheilhaftig, Pind. Ol. 1. 58; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur. Tr. 635. – Selten in Prosa, Her. 4, 97 im praes., wie Hippocr. u. Thuc. 2, 102; ἐπὶ ξένης Isocr. 4, 168; Sp., wie Diod. 5, 59.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλάομαι''': [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. [[ἀλόω]] (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. [[ἠλώμην]], Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. [[ἀλάλημαι]]: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος [[τύπος]]), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις [[δύστηνος]] ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος [[νηλίπους]] τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι [[ἐξόριστος]], ὡς τὸ φεύγειν, [[αὐτόθι]] 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ [[σέθεν]] δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ [[αἴτιος]] ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ [[πεδίον]]... [[οἶος]] ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... [[ἀλόω]] κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. [[πλανάω]] ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ [[νοῦς]] μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.
}}
}}