Anonymous

τοιχωρύχος: Difference between revisions

From LSJ
6_3
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
}}
{{ls
|lstext='''τοιχωρύχος''': [ῠ], ὁ, ([[ὀρύσσω]]) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, [[κλέπτης]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]], ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.
}}
}}