Anonymous

φθονερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''"
(6_4)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(35 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthoneros
|Transliteration C=fthoneros
|Beta Code=fqonero/s
|Beta Code=fqonero/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">envious, jealous</b>, of persons, <b class="b3">σοφίης μὴ φ. τελέθειν</b> <b class="b2">grudging</b> of wisdom, <span class="bibl">Thgn.770</span>, etc.; ὄψον λόγοι φθονεροῖσιν <span class="bibl">Pi. <span class="title">N.</span>8.21</span>; φ. ταῖς ἑτέρων εὐτυχίαις <span class="bibl">D.H.6.46</span>: Sup., ὀρνίθων -ώτατος <span class="title">AP</span>5.2 (Antip.Thess.). Adv., <b class="b3">-ρῶς ἔχειν πρὸς τὰ παιδικά</b> to be <b class="b2">enviously</b> disposed, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>243c</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.15.302</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.15</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of the gods, <b class="b2">jealous</b> of those who abuse their gifts, or who enjoy unbroken felicity, ὁ φ. δαίμων <span class="bibl">Corinn.4</span>; τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φ. <span class="bibl">Hdt.1.32</span>; ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φ. <span class="bibl">Id.3.40</span>, cf. <span class="bibl">7.46</span>; <b class="b3">φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις</b> by <b class="b2">jealous</b> changes of purpose, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.20</span>; cf. φθόνος <span class="bibl">1.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of feelings, etc., <b class="b3">φ. γνῶμαι, ἐλπίδες</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">I.</span>1.44</span>, <span class="bibl">2.43</span>; ἄλγος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>450</span> (lyr.); ὀδύνα <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1141</span> (lyr.); φ. ὁδοί <b class="b2">full of envy</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>353</span> (lyr.); φ. τέχνη <span class="title">Anacreont.</span>16.38.</span>
|Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[envious]], [[jealous]], of persons, <b class="b3">σοφίης μὴ φ. τελέθειν</b> [[grudging]] of [[wisdom]], Thgn.770, etc.; ὄψον λόγοι φθονεροῖσιν Pi. ''N.''8.21; φ. ταῖς ἑτέρων εὐτυχίαις D.H.6.46: Sup., ὀρνίθων φθονερώτατος ''AP''5.2 (Antip.Thess.). Adv., [[φθονερῶς]] = [[enviously]], [[with envy]], [[φθονερῶς ἔχειν]] πρὸς τὰ παιδικά = to [[be enviously disposed]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''243c, cf. Isoc.15.302, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.15, etc.<br><span class="bld">2</span> of the gods, [[jealous]] of those who [[abuse]] their [[gift]]s, or who [[enjoy]] [[unbroken]] [[felicity]], ὁ φθονερὸς [[δαίμων]] Corinn.4; τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν = every [[divinity]] being [[jealous]] [[Herodotus|Hdt.]]1.32; ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φ. Id.3.40, cf. 7.46; <b class="b3">φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις</b> by [[jealous]] [[change]]s of [[purpose]], Pi.''P.''10.20; cf. [[φθόνος]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> of feelings, etc., <b class="b3">φ. γνῶμαι, ἐλπίδες</b>, Id.''I.''1.44, 2.43; ἄλγος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''450 (lyr.); ὀδύνα S.''Ph.''1141 (lyr.); φ. ὁδοί [[full of envy]], Id.''Fr.''353 (lyr.); φ. τέχνη ''Anacreont.''16.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] 1) <b class="b2">neidisch</b>; zuerst bei Theogn. 768; Pind. P. 11, 54; Aesch. Ag. 438; Soph. Phil. 1126; τὸ [[θεῖον]] [[πᾶν]] ἐστι φθονερόν Her. 1, 32. 3, 40, vgl. 7, 46; Plat. Phil. 49 d Phaedr. 239 a u. Folgde. – Auch c. dat. der Sache, neidisch auf Etwas, φθονερὸς ταῖς εὐτυχίαις D. Hal. 6, 46. – 2) aus Mißgunst vorenthaltend, mißgönnend, spröde, Sp. – Adv., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, beneiden, Plat. Phaedr. 243 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1272.png Seite 1272]] 1) [[neidisch]]; zuerst bei Theogn. 768; Pind. P. 11, 54; Aesch. Ag. 438; Soph. Phil. 1126; τὸ [[θεῖον]] [[πᾶν]] ἐστι φθονερόν Her. 1, 32. 3, 40, vgl. 7, 46; Plat. Phil. 49 d Phaedr. 239 a u. Folgde. – Auch c. dat. der Sache, neidisch auf Etwas, φθονερὸς ταῖς εὐτυχίαις D. Hal. 6, 46. – 2) aus Mißgunst vorenthaltend, mißgönnend, spröde, Sp. – Adv., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, beneiden, Plat. Phaedr. 243 c.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[envieux]], [[jaloux]].<br />'''Étymologie:''' [[φθόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθονερός:''' [[завистливый]], [[недоброжелательный]] (γείτονες, γνῶμαι Pind.; τὸ [[θεῖον]] Her.): φθονερὰ γλώσσας ὀδύνα Soph. завистливо-желчная речь; φθονερὸν [[ἄλγος]] Aesch. жгучая вражда.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθονερός''': -ά, -όν, ([[φθόνος]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, ὁ φθονῶν, ἐπὶ προσώπων, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 768, [[εἶτα]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· [[ὄψον]] λόγοι φθονεροῖσιν Πινδ. Ν. 8. 36· [[μετὰ]] δοτ. πράγματος, Διον. Ἁλ. 6. 46. ― Ἐπίρρ., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 322, Ξεν., κλπ. 2) παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες παρίστανται ὡς ζηλότυποι πρὸς τοὺς κακὴν χρῆσιν ποιουμένους τῶν δώρων αὐτῶν ἢ πρὸς τοὺς ἀπολαύοντας ἀδιαταράκτου εὐτυχίας, τὸ [[θεῖον]] πᾶν ἐστι φθονερὸν Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, τὸ [[θεῖον]] ἐπισταμένῳ ὥς ἐστι φθ. ὁ αὐτ. 3. 40, πρβλ. 7. 46· οὕτω, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις, [[ἕνεκα]] ζηλοτύπων μεταβολῶν σκοποῦ, Πινδ. Π. 10. 31· πρβλ. [[φθόνος]] Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, κλπ., φθ. γνῶμαι, ἐλπίδες Πινδ. Ι. 1. 61., 263· [[ἄλγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 450· ὀδύνα Σοφ. Φιλ. 1141· φθ. ὁδοί, πλήρεις φθόνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· φθ. [[τέχνη]] Ἀνακρεόντ. 16 (29). 38.
|lstext='''φθονερός''': -ά, -όν, ([[φθόνος]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, ὁ φθονῶν, ἐπὶ προσώπων, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 768, [[εἶτα]] παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικοῖς· [[ὄψον]] λόγοι φθονεροῖσιν Πινδ. Ν. 8. 36· μετὰ δοτ. πράγματος, Διον. Ἁλ. 6. 46. ― Ἐπίρρ., φθονερῶς ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 322, Ξεν., κλπ. 2) παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τῶν θεῶν, οἵτινες παρίστανται ὡς ζηλότυποι πρὸς τοὺς κακὴν χρῆσιν ποιουμένους τῶν δώρων αὐτῶν ἢ πρὸς τοὺς ἀπολαύοντας ἀδιαταράκτου εὐτυχίας, τὸ [[θεῖον]] πᾶν ἐστι φθονερὸν Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, τὸ [[θεῖον]] ἐπισταμένῳ ὥς ἐστι φθ. ὁ αὐτ. 3. 40, πρβλ. 7. 46· οὕτω, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις, [[ἕνεκα]] ζηλοτύπων μεταβολῶν σκοποῦ, Πινδ. Π. 10. 31· πρβλ. [[φθόνος]] Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, κλπ., φθ. γνῶμαι, ἐλπίδες Πινδ. Ι. 1. 61., 263· [[ἄλγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 450· ὀδύνα Σοφ. Φιλ. 1141· φθ. ὁδοί, πλήρεις φθόνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 324· φθ. [[τέχνη]] Ἀνακρεόντ. 16 (29). 38.
}}
{{Slater
|sltr=[[φθονερός]] (-οί, -ῶν, -οῖσιν; -αί, -αῖς(ι); -ά acc.) [[envious]] ἔννεπε [[κρυφᾷ]] [[τις]] [[αὐτίκα]] φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) pro subs., ἀλλ' οὐδὲ [[ταῦτα]] νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἆται Hermann: alii alia coni.) (P. 11.54) [[ὄψον]] δὲ λόγοι φθονεροῖσιν (N. 8.21) of things, [[inspired]] by [[envy]], μὴ φθονεραῖς ἐκ [[θεῶν]] μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.20) [[χρή]] νιν (= ἀρετὰν) εὐρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.44) [[ὅτι]] φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες (I. 2.43) n. pl. pro adv., φθονερὰ δ' [[ἄλλος]] ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.39)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φθονερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για αισθήματα) [[δυσμενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την [[παράδοση]], φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή [[χρήση]] τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[κακότροπος]], [[ατίθασος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθονερώς]] / <i>φθονερῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φθονερά</i> Ν<br />με φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[τρυφερός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φθονερός:''' -ά, -όν ([[φθόνος]]), [[κακός]], ζηλιάρης, [[μνησίκακος]], λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. <i>φθονερῶς ἔχειν</i>, προδιαθετειμένος με [[κακία]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φθονερός]], ή, όν [[φθόνος]]<br />[[envious]], [[jealous]], [[grudging]], of persons, Theogn., Attic:—adv., φθονερῶς ἔχειν to be [[enviously]] disposed, Plat., Xen., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[envious]], [[spiteful]]
}}
{{trml
|trtx====[[jealous]]===
Albanian: zili; Arabic: غَيُور‎; Egyptian Arabic: غيار‎; Armenian: խանդոտ; Azerbaijani: qısqanc; Belarusian: раўні́вы; Bulgarian: ревнив; Catalan: gelós; Chickasaw: hopoo; Chinese Mandarin: 妒忌, 吃醋; Cantonese: 呷醋; Hokkien: 食醋; Czech: žárlivý; Danish: jaloux; Dutch: [[jaloers]]; Estonian: armukade; Faroese: øvundsjúkur; Finnish: mustasukkainen; French: [[jaloux]], [[jalouse]]; Galician: ciumento; Georgian: ეჭვიანი; German: [[eifersüchtig]]; Greek: [[ζηλιάρης]]; Ancient Greek: [[ἐπίφθονος]], [[ζηλαῖος]], [[ζηλήμων]], [[ζηλότυπος]], [[ζηλωτής]], [[κοτήεις]], [[ὑπόπτης]], [[φθονερός]]; Hungarian: féltékeny; Icelandic: afbrýðisamur; Indonesian: cemburu; Irish: éadmhar, éad a bheith agat/ort; Italian: [[geloso]], [[gelosa]]; Japanese: 妬ましい, 嫉妬, 嫉妬深い, やきもちをやく; Khmer: ប្រច័ណ្ឌ, ច្រណែន; Latvian: greizsirdīgs; Lithuanian: įtarus; Louisiana Creole French: jalou; Macedonian: љубоморен; Norwegian: sjalu; Persian: رشکین‎; Polish: zazdrosny; Portuguese: [[ciumento]]; Romanian: gelos; Russian: [[ревнивый]], [[ревнующий]]; Scottish Gaelic: eudmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: љубоморан; Roman: ljubomoran; Slovak: žiarlivý; Slovene: ljubosumen; Spanish: [[celoso]], [[encelado]]; Swedish: svartsjuk; Tagalog: selos; Tajik: рашкин; Turkish: kıskanç; Ukrainian: ревнивий; Vietnamese: ghen; Walloon: djalot; Welsh: eiddigus
}}
}}