Anonymous

ἀνάπλεος: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] Sp. = [[ἀνάπλεως]], Arist. de an. 2, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] Sp. = [[ἀνάπλεως]], Arist. de an. 2, 11.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάπλεος''': -α, -ον, Ἀττ. ἀρσ. καὶ οὐδ. [[ἀνάπλεως]], ων, ἀλλὰ θηλ. ἀναπλέα Πλάτ. Φαίδων 83D: - πληθ. ὀνομ. ἀρσ. καὶ θηλ. ἀνάπλεῳ Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε, ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπόλισιν» 1. 8· οὐδ’ ἀνάπλεα Ἀριστ. περὶ ψυχ. 2. 11, 6· αἰτ. ἀρσεν. [[ἀνάπλεως]] Πλάτ. Πολ. 516Ε· ἐντελῶς, καθ’ ὁλοκληρίαν, [[πλήρης]] πράγματός τινος, πτερῶν ... λέγουσι ἀνάπλεων [[εἶναι]] τὸν [[ἠέρα]] Ἡρόδ. 4. 31· [[ἀνάπλεως]] ψιμυθίου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1072· σκότους ἀν. οἱ ὀφθαλμοὶ Πλάτ. Πολ. 516Ε, κτλ. ΙΙ. μεμολυσμένος (ἴδε [[ἀναπίμπλημι]] ΙΙ. 2), τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ [[ψυχή]]], μεμολυσμένη ἐκ τοῦ σώματος, Πλάτ. Φαίδων 83D· αὐτὸ τὸ καλὸν .. μὴ ἀν. σαρκῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 211Ε· ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. Θεαίτ. 196Ε.
}}
}}