3,276,901
edits
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ [[χεῖλος]] διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. [[ῥήσσω]] u. [[ἀράσσω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ [[χεῖλος]] διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. [[ῥήσσω]] u. [[ἀράσσω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥάσσω''': Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ [[ἀράσσω]], κτυπῶ, [[καταρρίπτω]], [[ῥίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες [[ὥστε]] κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[πατάσσω]], ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11). | |||
}} | }} |