Anonymous

ὀξυηκοΐα: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(c1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch [[ὀξυκοΐα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch [[ὀξυκοΐα]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀξυηκοΐα''': Δωρ. -ᾱκοΐα, ἡ, [[ὀξύτης]] εἰς τὸ ἀκούειν, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 6, [[Πολυδ]]. Βʹ, 82· - ἐκ τοῦ ὀξῠήκοος, ον, ὁ ὀξεῖαν ἔχων ἀκοήν, ὀξεῖαν ἀντίληψιν, [[αἴσθησις]] Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 17. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] [[ἐσφαλμένως]], ὀξύκοος, [[ὀξυκοΐα]]· ὑπερθ. ὀξυκοώτατος πιθ. γραφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 65 ἀντὶ ὀξυηκούστατος, πρβλ. -οώτερος Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
}}
}}