Anonymous

στέρομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(13_6b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] gew. nur praes. u. impt. als pass. zu [[στερέω]] (vgl. dies u. [[στερίσκω]]), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι, Soph. Trach. 136; [[στέρομαι]] δ' οἴκων, [[στέρομαι]] παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσθαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; [[εἴπερ]] στερόμεθα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῦ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσθ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] gew. nur praes. u. impt. als pass. zu [[στερέω]] (vgl. dies u. [[στερίσκω]]), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι, Soph. Trach. 136; [[στέρομαι]] δ' οἴκων, [[στέρομαι]] παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσθαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; [[εἴπερ]] στερόμεθα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῦ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσθ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.
}}
{{ls
|lstext='''στέρομαι''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· [[στέρομαι]] δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων [[στέρομαι]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· [[ὅπως]] ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν [[πώποτε]] ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.
}}
}}