Anonymous

μένος: Difference between revisions

From LSJ
5,226 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_3)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0133.png Seite 133]] τό (verwandt mit [[μένω]], μαω), <b class="b2">Kraft, Stärke</b>, bes. insofern sie sich zu bethätigen strebt; bes. – a) <b class="b2">kühner Muth</b>, Ungestüm; oft mit [[θυμός]] verbunden, bes. in den Verbindungen ὤτρυνε [[μένος]] καὶ θυμὸν ἑκάστου, Il. 5, 470; καὶ [[λίην]] οὗτός γε [[μένος]] θυμόν τ' ὀλέσειεν, 8, 358 u. öfter, u. eben so mit χεῖρες, z. B. πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε [[μένος]] τε, 7, 457. 13, 105 u. öfter; auch μῖξαι χεῖράς τε [[μένος]] τε, handgemein werden im muthigen Kampfe, 15, 510, u. [[μένος]] χειρῶν, 5, 306; auch τῷ δ' ἔμπνευσε [[μένος]] [[Ἀθήνη]], sie hauchte ihm Muth ein, 10, 482, wie πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 13, 60; ἐνῆκε δέ οἱ [[μένος]] ἠΰ, 20, 80, Kraft u. Muth; [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνῆκεν, Il. 19, 37; auch [[μένος]] τε καὶ [[ἀλκή]], 6, 265. 9, 706; καὶ [[θάρσος]], 5, 2 Od. 1, 321; auch [[μένος]] ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468; vgl. Pind. πατρὸς ἐνέπνευσεν [[μένος]] γήραος ἀντίπαλον, Ol. 8, 76; Hom. bezeichnet als den Sitz des [[μένος]] bald στήθεα, bald φρένες, Il. 1, 103. 17, 451. 19, 202. – Allgemeiner – b) <b class="b2">Lebenskraft</b>; τοῦ δ' [[αὖθι]] λύθη [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε, Il. 5, 296; ἀπὸ γὰρ [[μένος]] εἵλετο [[χαλκός]], 3, 294; καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε [[μένος]] καὶ φαίδιμα. γυῖα, 6, 27; σβέσσαι, 16, 621. – Auch von leblosen Dingen, Kraft, [[πυρός]], Il. 23, 177 u. öfter, ἠελίοιο, 190, wie Hes. O. 416; ποταμῶν, Il. 12, 18; vom Wurfspieß, 16, 613. 17, 529; von Stürmen, 5, 524; vom Wein, Hippocr., wo mehr od. weniger auch diese leblosen Dinge als von einem innern Drange beseelt dargestellt werden; so auch Tragg.; [[ἔνθα]] ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]], Aesch. Prom. 722; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν [[μένος]], Eum. 796, vom Blute; ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι [[μέλαν]] [[μένος]], Soph. Ai. 1392; vgl. Aesch. πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], Ag. 1037, die Masse des Bluts; Sosipat. 2 (V, 55); χειμῶνος ἐκφυγόντες [[ἄγριον]] [[μένος]], Eur. Heracl. 429; [[μένος]] [[πυρός]] auch Ar. Ach. 640; u. von Thieren, wie Pferden u. Maulthieren, Il. 17, 476. 742 u. sonst, vgl. Od. 3, 450. 7, 2. – c) Zornmuth, <b class="b2">Zorn</b>; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, Il. 22, 312, wie μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο, 1, 103; μένεα πνείοντες, Wuth oder Muth schnaubend, 2, 536. 3, 8 u. öfter. – Uebh. <b class="b2">Streben</b>, Vorhaben, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, Il. 13, 634, ἐμῶν μενέων [[ἀπερωεύς]], 8, 361. – Neben [[κότος]], Aesch. Eum. 804; ἀνιέρῳ μένει μεμαργωμένοι, Suppl. 757; vom heftigen Zorn, Soph. πρὸς [[ταῦτα]] μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς [[μένος]], Ai. 1045; ὁρῶ [[μένος]] πνέουσαν, El. 600; ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]], Ar. Vesp. 424. – Wie βίη dient es bei Hom. zur Umschreibung, ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο, des Alkinous heilige Stärke, der starke Alkinous, Od., auch [[μένος]] Ἀτρείδαο, Ἕκτορος u. ä., Il., μένεα ἀνδρῶν, Il. 4, 447 Od. 4, 363. – In Prosa selten, Xen. Cyr. 3, 3, 61, ὑπὸ προθυμίας καὶ μένους, u. πολε μίοις [[μένος]] ἐμβαλεῖν, im Ggstz von ἀνατρέψαι τὸ [[φρόνημα]], Cyr. 5, 2, 34, καὶ [[θάρσος]], Hell. 7, 1, 40; τὸ τοῦ θυμοῦ [[μένος]], Plat. Tim. 70 b; Arist. Eth. 3, 8; sp. D. einzeln.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0133.png Seite 133]] τό (verwandt mit [[μένω]], μαω), <b class="b2">Kraft, Stärke</b>, bes. insofern sie sich zu bethätigen strebt; bes. – a) <b class="b2">kühner Muth</b>, Ungestüm; oft mit [[θυμός]] verbunden, bes. in den Verbindungen ὤτρυνε [[μένος]] καὶ θυμὸν ἑκάστου, Il. 5, 470; καὶ [[λίην]] οὗτός γε [[μένος]] θυμόν τ' ὀλέσειεν, 8, 358 u. öfter, u. eben so mit χεῖρες, z. B. πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε [[μένος]] τε, 7, 457. 13, 105 u. öfter; auch μῖξαι χεῖράς τε [[μένος]] τε, handgemein werden im muthigen Kampfe, 15, 510, u. [[μένος]] χειρῶν, 5, 306; auch τῷ δ' ἔμπνευσε [[μένος]] [[Ἀθήνη]], sie hauchte ihm Muth ein, 10, 482, wie πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 13, 60; ἐνῆκε δέ οἱ [[μένος]] ἠΰ, 20, 80, Kraft u. Muth; [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνῆκεν, Il. 19, 37; auch [[μένος]] τε καὶ [[ἀλκή]], 6, 265. 9, 706; καὶ [[θάρσος]], 5, 2 Od. 1, 321; auch [[μένος]] ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468; vgl. Pind. πατρὸς ἐνέπνευσεν [[μένος]] γήραος ἀντίπαλον, Ol. 8, 76; Hom. bezeichnet als den Sitz des [[μένος]] bald στήθεα, bald φρένες, Il. 1, 103. 17, 451. 19, 202. – Allgemeiner – b) <b class="b2">Lebenskraft</b>; τοῦ δ' [[αὖθι]] λύθη [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε, Il. 5, 296; ἀπὸ γὰρ [[μένος]] εἵλετο [[χαλκός]], 3, 294; καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε [[μένος]] καὶ φαίδιμα. γυῖα, 6, 27; σβέσσαι, 16, 621. – Auch von leblosen Dingen, Kraft, [[πυρός]], Il. 23, 177 u. öfter, ἠελίοιο, 190, wie Hes. O. 416; ποταμῶν, Il. 12, 18; vom Wurfspieß, 16, 613. 17, 529; von Stürmen, 5, 524; vom Wein, Hippocr., wo mehr od. weniger auch diese leblosen Dinge als von einem innern Drange beseelt dargestellt werden; so auch Tragg.; [[ἔνθα]] ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]], Aesch. Prom. 722; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν [[μένος]], Eum. 796, vom Blute; ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι [[μέλαν]] [[μένος]], Soph. Ai. 1392; vgl. Aesch. πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], Ag. 1037, die Masse des Bluts; Sosipat. 2 (V, 55); χειμῶνος ἐκφυγόντες [[ἄγριον]] [[μένος]], Eur. Heracl. 429; [[μένος]] [[πυρός]] auch Ar. Ach. 640; u. von Thieren, wie Pferden u. Maulthieren, Il. 17, 476. 742 u. sonst, vgl. Od. 3, 450. 7, 2. – c) Zornmuth, <b class="b2">Zorn</b>; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, Il. 22, 312, wie μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο, 1, 103; μένεα πνείοντες, Wuth oder Muth schnaubend, 2, 536. 3, 8 u. öfter. – Uebh. <b class="b2">Streben</b>, Vorhaben, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, Il. 13, 634, ἐμῶν μενέων [[ἀπερωεύς]], 8, 361. – Neben [[κότος]], Aesch. Eum. 804; ἀνιέρῳ μένει μεμαργωμένοι, Suppl. 757; vom heftigen Zorn, Soph. πρὸς [[ταῦτα]] μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς [[μένος]], Ai. 1045; ὁρῶ [[μένος]] πνέουσαν, El. 600; ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]], Ar. Vesp. 424. – Wie βίη dient es bei Hom. zur Umschreibung, ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο, des Alkinous heilige Stärke, der starke Alkinous, Od., auch [[μένος]] Ἀτρείδαο, Ἕκτορος u. ä., Il., μένεα ἀνδρῶν, Il. 4, 447 Od. 4, 363. – In Prosa selten, Xen. Cyr. 3, 3, 61, ὑπὸ προθυμίας καὶ μένους, u. πολε μίοις [[μένος]] ἐμβαλεῖν, im Ggstz von ἀνατρέψαι τὸ [[φρόνημα]], Cyr. 5, 2, 34, καὶ [[θάρσος]], Hell. 7, 1, 40; τὸ τοῦ θυμοῦ [[μένος]], Plat. Tim. 70 b; Arist. Eth. 3, 8; sp. D. einzeln.
}}
{{ls
|lstext='''μένος''': -εος, τό, (ἴδε *μάω) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[μάλιστα]] ὡς ἐμφαίνεται αὕτη ἐν ταχείᾳ κινήσει καὶ προσπαθείᾳ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. [[ὅστις]] [[ἐνίοτε]] συνάπτει, [[μένος]] τε καὶ ἀλκὴ ὡς ἰσοδύναμα, Ἰλ. Ζ. 265· μ. χειρῶν Ε. 506, ἀνθ’ οὗ συνηθέστερον ἔχει μ. καὶ χεῖρες, Ζ. 502, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[μένος]] καὶ γυῖα [[αὐτόθι]] 27. 2) ἐπὶ ζώων, [[ἰσχύς]], [[ἀγριότης]], ὡς ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Ρ. 20· ἐπὶ ἵππων, τὸ θυμοειδὲς, τὸ θάρρος, [[αὐτόθι]] 456, 476, κτλ.· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. (ἴδε ἐν τέλ.). 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], μ. ἔγχεος Ἰλ. Π. 613· ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 160· πυρὸς Ἰλ. Ζ. 182, Ἀριστοφ. Ἀχ. 665· ποταμῶν Ἰλ. Μ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 721· χειμῶνος Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 428· - [[ὡσαύτως]], χαλινῶν ἀναύδῳ μένει Αἰσχύλ. Ἀγ. 238· ἄτης ὁ αὐτ. ἐν Χ. 1076· οἴνου Ἱππ. 394. 51. 4) [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], αἵτινες ἐμφαίνουσι ζωήν, [[ἑπομένως]] αὐτὴ ἡ ζωή, Ἰλ. Γ. 294· [[ψυχή]] τε [[μένος]] τε ὡς ἰσοδύναμα, Ε. 296· φυσῶσι [[μέλαν]] [[μάνος]], τὸ [[μέλαν]] [[αἷμα]] τῆς ζωῆς, Σοφ. Αἴ. 1412, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1067. <br />ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[πνεῦμα]], [[ὁρμή]], [[μανία]], [[δύναμις]], [[πάθος]], [[ὀργή]], [[μένος]] ἀνδρῶν, ἡ ἐν τῇ μάχῃ [[ἐξαγρίωσις]] καὶ [[μανία]] τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Β. 387· [[μένος]] Ἄρηος Σ. 264· σπανιώτερον ἐν τῷ πληθ., καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει μένεα πνείοντες, «θυμοῦ καὶ δυνάμεως πνέοντες, [[τουτέστι]], γέμοντες, θαρσαλέοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 536, κ. ἀλλ. ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] ὁ [[ἀριθμὸς]] τοῦ μένεα ἐτέθη κατ’ ἀφομοίωσιν πρὸς τὸ πνείοντες)· - ὁ Ὅμ. [[συχνάκις]] συνάπτει [[μένος]] καὶ θυμὸς Ἰλ. Ε. 470, κ. ἀλλ., ἴδε Ἕρμ. ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 362· [[μένος]] καὶ [[θάρσος]] Ἰλ. Ε. 2, Ὀδ. Α. 321· [[μένος]] ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· [[μένος]] δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν Χ. 312· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πέμπλαντο Α. 103· [[οὕτως]], ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]] Ἀριστοφ. Σφ. 427 (ἴδε ἐν τέλ.)· - μένει κατὰ δοτ., ὁρμητικῶς, μανιωδῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 393· παντὶ μένει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 354. 2) ὀ [[ἐπίμονος]] σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, σταθερὰ [[ἀπόφασις]], Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, ὧν ἡ [[προθυμία]] ἀεὶ [[εἶναι]] [[ἀνόητος]], μωρά, Ἰλ. Ν. 634· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., [[σκοπός]], [[πρόθεσις]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Θ. 361· [[ἐντεῦθεν]], 3) [[καθόλου]], φυσικὴ [[διάθεσις]], [[φρόνημα]], ὡς τὸ Λατιν. mens, ἰδίως ἐν συνθέτοις, [[οἷον]] [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διανοίας. - [[Κατὰ]] τὰς πλείστας περιστάσεις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. impetus. ΙΙΙ. [[μένος]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, [[σθένος]], ἱερὸν [[μένος]] Ἀλκινόοιο, ἀντὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀλκινόου, Ὀδ.· οὕτω καὶ [[μένος]] Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, κτλ., Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], μένεα ἀνδρῶν Δ. 447, Ὀδ. Δ. 363· αἰθέριον μ. = [[αἰθήρ]], Ἐμπεδ. 32. - Ἡ Ὁμ. αὕτη [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Αἰσχύλ. ἐκ τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν· [[σπανία]] δὲ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται αὐτὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὁρμή]], [[σφοδρότης]], [[προθυμία]] καὶ μ., [[θάρσος]] καὶ μ. Κύρ. 3. 3, 61, Ἑλλ. 7. 1, 31· ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 15.
}}
}}