Anonymous

ἱερεύς: Difference between revisions

From LSJ
6_8
(13_5)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] ὁ, ion. u. auch ep. [[ἱρεύς]], der Priester, der die Opfer besorgt u. zugleich in den ältesten Zeiten aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagt, Il. 1, 62. 14, 221, in der ion. Form, Διὸς ἱρεὺς Ιδαίου, 16, 604, wie Od. 9, 197; Pind. I. 2, 17; Aesch. Ag. 717; Soph. O. R. 18; in Prosa, Plat. u. Folgde. Uebertr., ἀρετῆς [[ἱερεύς]] Ath. V, 211 b; komisch ὦ λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar. Nubb. 358.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] ὁ, ion. u. auch ep. [[ἱρεύς]], der Priester, der die Opfer besorgt u. zugleich in den ältesten Zeiten aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagt, Il. 1, 62. 14, 221, in der ion. Form, Διὸς ἱρεὺς Ιδαίου, 16, 604, wie Od. 9, 197; Pind. I. 2, 17; Aesch. Ag. 717; Soph. O. R. 18; in Prosa, Plat. u. Folgde. Uebertr., ἀρετῆς [[ἱερεύς]] Ath. V, 211 b; komisch ὦ λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar. Nubb. 358.
}}
{{ls
|lstext='''ἱερεύς''': έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. ἱερῆς· Ἰων. ὀνομ. ἱρεὺς Ἰλ. Ε. 10, Π. 604, Ὀδ. Ι. 198 καὶ Ἡρόδ.· Δωρ. ἱαρεὺς Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1178, αἰτ. πληθ. τὸς ἱερὲς = τοὺς ἱερέας, Ἐπιγρ. Κυρ. [[αὐτόθι]] 5131, πρβλ. 5144· [[ὡσαύτως]] ἱέρεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 23· «τὸ δὲ ἱέρεως τὸν ἱερέα σημαίνει· ἱέρεως γὰρ παρ’ αὐτοῖς (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) ὁ ἱερεὺς» Α. Β. 1197· ἱέρης Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 27 καὶ 30· ([[ἱερός]]): - ὁ τὰς θυσίας ἐπιτελῶν [[ἱερεύς]], [[θύτης]], εἰς ὃν καὶ ἡ ἐκ τῶν σπλάγχνων τοῦ θύματος [[μαντεία]] ἀνῆκεν, Ἰλ. Α. 62, Π. 604, Πινδ. Π. 2. 31, Ἡρόδ., Ἀνδοκίδ. 16. 32· ἐπ’ ἱερέως τοῦ [[δεῖνα]], ὡς χρονολογία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 1., 5483, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, λειτουργὸς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 735· καὶ κωμικῶς, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 359· ἱερεὺς Διονύσου, «Εὔπολις Αἰξὶν (Ἀποσπ. 19), Ἱππόνικον σκώπτων, ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει» Ἡσύχ.
}}
}}