Anonymous

νάρδος: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] ἡ, Narde, eine Pflanze, aus deren ährenförmiger Blüthe das wohlriechende Nardenöl bereitet wurde, Diosc.; Nic. Al. 402. – Auch das Nardenöl selbst, [[νάρδος]] ὑπὸ γλαυκῆς κλειομένη ὑάλου, Antiphil. 6 (VI, 250).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0229.png Seite 229]] ἡ, Narde, eine Pflanze, aus deren ährenförmiger Blüthe das wohlriechende Nardenöl bereitet wurde, Diosc.; Nic. Al. 402. – Auch das Nardenöl selbst, [[νάρδος]] ὑπὸ γλαυκῆς κλειομένη ὑάλου, Antiphil. 6 (VI, 250).
}}
{{ls
|lstext='''νάρδος''': ἡ, Λατ. nardus, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ νάρδου [[στάχυς]] ἢ [[ναρδόσταχυς]] (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ [[ἔλαιον]] τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).
}}
}}