Anonymous

καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ [[φιλόπονος]] Isocr. 2, 45; Ggstz [[μαλακός]] Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ [[φιλόπονος]] Isocr. 2, 45; Ggstz [[μαλακός]] Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ [[θέρος]] καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.
}}
{{ls
|lstext='''καρτερικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. [[καρτερία]]), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, [[αὐτόθι]] 10. 9. 8.
}}
}}