3,274,216
edits
(13_7_2) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1262.png Seite 1262]] ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, plur. ἶνες, ἴνεσι (eigtl. Fισ, vis), <b class="b2">Muskel</b>, Muskel- oder Gliederband,<b class="b2"> Sehne</b>, Sitz der Körperkraft; οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀοτέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219, vgl. Il. 23, 190; κάλυψε νέκυν, μὴ πρὶν [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν 16, 316 (vgl. νεῦρα); bes. die starken Halsmuskeln, das Genick, ὅτ' ἄν – ἀνὴρ κόψας [[ἐξόπιθεν]] κεράων βοός – ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν 17, 520; vgl. Ap. Rh. 2, 826 μέσσας δὲ σὺν όστέῳ ἶνας ἔκερσε. – Gew. die Muskel-, <b class="b2">Körperkraft</b>, ἐσθλή Il. 12, 320, ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον 7, 269 Od. 9, 538; οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]], [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] 11, 393; [[οὐδέ]] οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη 18, 3; εἴ μοι ἔτ' ἔστιν ἴς, οἵη [[πάρος]] ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν 21, 283; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T., Od. oft; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720; mit verdoppeltem Nachdruck ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. Th. 332. – Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde, Il. 15, 383 Od. 9, 71 u. öfter; ποταμοῖο Il. 21, 356. – Pind. Τροΐας ἶνας ἐκταμών I. 7, 53, übertr., die Kraft Troja's; Ar. πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας Paz 85, die Sehnenkraft der Gelenke. Bei Hippocr., Plat. Tim. 82 c u. Arist., z. B. H. A. 3, 6, die thierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; bei Theophr. auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern, οἷον ἶνες ἢ [[τρίχες]] ἀραιαὶ διατρέχουσιν ἐν τοῖς μετάλλοις Plut. def. orac. 43. oder ἵς, veraltetes Pronomen, f. ἴ). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1262.png Seite 1262]] ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, plur. ἶνες, ἴνεσι (eigtl. Fισ, vis), <b class="b2">Muskel</b>, Muskel- oder Gliederband,<b class="b2"> Sehne</b>, Sitz der Körperkraft; οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀοτέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219, vgl. Il. 23, 190; κάλυψε νέκυν, μὴ πρὶν [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν 16, 316 (vgl. νεῦρα); bes. die starken Halsmuskeln, das Genick, ὅτ' ἄν – ἀνὴρ κόψας [[ἐξόπιθεν]] κεράων βοός – ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν 17, 520; vgl. Ap. Rh. 2, 826 μέσσας δὲ σὺν όστέῳ ἶνας ἔκερσε. – Gew. die Muskel-, <b class="b2">Körperkraft</b>, ἐσθλή Il. 12, 320, ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον 7, 269 Od. 9, 538; οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]], [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] 11, 393; [[οὐδέ]] οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη 18, 3; εἴ μοι ἔτ' ἔστιν ἴς, οἵη [[πάρος]] ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν 21, 283; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T., Od. oft; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720; mit verdoppeltem Nachdruck ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. Th. 332. – Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde, Il. 15, 383 Od. 9, 71 u. öfter; ποταμοῖο Il. 21, 356. – Pind. Τροΐας ἶνας ἐκταμών I. 7, 53, übertr., die Kraft Troja's; Ar. πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας Paz 85, die Sehnenkraft der Gelenke. Bei Hippocr., Plat. Tim. 82 c u. Arist., z. B. H. A. 3, 6, die thierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; bei Theophr. auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern, οἷον ἶνες ἢ [[τρίχες]] ἀραιαὶ διατρέχουσιν ἐν τοῖς μετάλλοις Plut. def. orac. 43. oder ἵς, veraltetes Pronomen, f. ἴ). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἴς''': ῑ, ἡ, γεν. ἰνός, αἰτιατ. ἶνα, ὀνομαστ. πληθυντ. ἶνες, δοτ. ἴνεσι Ἰλ. Ψ. 191: - μῦς (τοῦ σώματος), παρ’ Ὁμήρῳ μόνον [[ἅπαξ]] καθ’ ἑνικόν, ὡς τὸ [[ἰνίον]], ὁ μυὼν ὁ κατὰ τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου [[μέρος]], ὡς δ’ ὅτ’ ἂν... [[ἀνήρ]]... ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Ἰλ. Ρ. 522: - ἀλλὰ κατὰ πληθ., οἱ μύες, μυῶνες, οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν, (κατὰ τὸν Σχολ. αἱ ἶνες σημαίνουσιν [[ἐνταῦθα]] [[νεῦρα]] «ὡς κινήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως ὄργανα»), Ὀδ. Λ. 219, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 191· ἶνες ἄρθρων Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ἀρχίλ. 127· μεταφ., ἥρωες [[εἶναι]] αἱ ἶνες τῆς Τροίας, Πινδ. Ι. 8 (7). 113. 2) βραδύτερον (ἀφοῦ οἱ μυῶνες ἐκλήθησαν [[νεῦρα]]) αἱ ἶνες [[εἶναι]] τὰ ἐντὸς τῶν μυώνων μιτοειδῆ ἀγγεῖα, Λατ. fibrae, Πλάτ. Τίμ. 82C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 1, κ. ἀλλ.· ἶνες αἵματος, τὸ ἰνῶδες [[μέρος]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 1, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 81Α· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7 τὰ ἀγγεῖα τῶν φυτῶν· πρβλ. [[ἰνώδης]]· - μεταφ. ἐπὶ μετάλλων, Πλούτ. 2. 434Β. 3) λεπτὴ ἴς, ἡ ἐγκαρσία γραμμὴ ἐν τῷ γράμματι Θ, Γαλην. 9. 354. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, κατὰ τὸ πλεῖστον [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], «[[νεῦρα]]», ἀλλ’ ἄρα καὶ ἲς ἐσθλὴ Ἰλ. Μ. 320· ἐπέρεισε δὲ ἶν’ ἀπέλεθρον, «ἐπεστήριξε δὲ δύναμιν μεγίστην» (Θ. Γαζῆς), Η. 269, κτλ.· ἤ μοι ἔτ’ ἐστὶν ἴς, οἵη [[πάρος]].. Ὀδ. Φ. 283, πρβλ. Λ. 393, Σ. 3· - συχνὸν ἐν περιφρ. ὡς τὸ βίη, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, ὁ κραταιὸς Τηλέμαχος· κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Ἰλ. Ψ. 720· ἲς Ἡρακλῆος Ἡσ. Θ. 951· καὶ ἐν διττῇ περιφρ., ἲς βίης Ἡρακληείης Ἡσ. Θ. 332· [[οὕτως]] ἲς ἀνέμου ἢ ἀνέμοιο Ἰλ. Ο. 383, Ρ. 739, Ὀδ. Ι. 71· ἲς ποταμοῖο Ἰλ. Φ. 536. (Ἐκ τῆς √ϜΙΣ· [[διότι]] τὸ Ϝ άναφαίνεται παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν τοῖς ἶφι, [[ἴφιος]], Λατ. vis, vires· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ἰσχύς]], Λακων. βίσχυς, (ὅ ἐ. ϝίσχυς) Ἡσύχ. Ἀλλ. ἡ [[ἐτυμολογία]] δὲν [[εἶναι]] [[ἄμοιρος]] δυσκολιῶν, ἴδε Κούρτ. ἀριθ. 615). | |||
}} | }} |