Anonymous

συνέλκω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] mit, zugleich, zusammen ziehen; [[πανταχόθεν]] τὸ [[δέρμα]] ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] mit, zugleich, zusammen ziehen; [[πανταχόθεν]] τὸ [[δέρμα]] ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.
}}
{{ls
|lstext='''συνέλκω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε [[ἕλκω]]). Ἕλκω [[ὁμοῦ]], σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ [[διελκυστίνδα]]), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ [[βάθος]] Στράβ. 173. 2) [[συστέλλω]], θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. [[σύρω]] ἔξω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς [[εἴσω]] τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.
}}
}}