Anonymous

ἀντιβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] (s. [[βάλλω]]), 1) entgegenwerfen, Thuc. 7, 25; Plut. Nic. 25; intrans., sich entgegenstellen, Ar. Equ. 774. – 2) entgegenhalten, vergleichen, Strab.; λόγους πρὸς ἀλλήλους, sich unterreden, Luc. Ev. 24, 17. – 3) zurückwerfen, [[βέλος]] Pol. 6, 22. – 4) Opp. Cyn. 3, 16 ἀντεβάλοντο μορφήν, statt einer früheren eine andere Gestalt annehmen (sich umwerfen). – Harpocr. erkl. ἀντιβληθέντας aus Dinarch. durch ὑπαγορευθέντας, vielleicht: dictirt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] (s. [[βάλλω]]), 1) entgegenwerfen, Thuc. 7, 25; Plut. Nic. 25; intrans., sich entgegenstellen, Ar. Equ. 774. – 2) entgegenhalten, vergleichen, Strab.; λόγους πρὸς ἀλλήλους, sich unterreden, Luc. Ev. 24, 17. – 3) zurückwerfen, [[βέλος]] Pol. 6, 22. – 4) Opp. Cyn. 3, 16 ἀντεβάλοντο μορφήν, statt einer früheren eine andere Gestalt annehmen (sich umwerfen). – Harpocr. erkl. ἀντιβληθέντας aus Dinarch. durch ὑπαγορευθέντας, vielleicht: dictirt.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιβάλλω''': μέλλ. -βαλῶ, (ὑπονοουμένης τῆς προσωπικῆς αἰτιατ., βάλλω τὸν βάλλοντα, [[ἀκοντίζω]] κατὰ τοῦ ἀκοντίζοντος), οἱ δὲ Συρακόσιοι ἀπὸ τῶν νεωσοίκων ἔβαλλον· οἱ δ’ ἐκ τῆς ὀλκάδος ἀντέβαλλον Θουκ. 7. 25· [[βέλος]] Πολύβ. 6. 22, 4: - [[μετὰ]] δοτ., ἀντ. ἀκοντίοις Πλουτ. Νικ. 25· ἀντ. τῷ κωρύκῳ, ἀσκοῦμαι πλήττων τὸν πλήρη ἄμμου ἢ κεγχραμίδων ἀσκὸν ἐν τῷ γυμνασίῳ, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], βιβλιοπῶλαί τινες γραφεῦσι φαύλοις χρώμενοι καὶ οὐκ ἀντιβάλλοντες [τὰ βιβλία] Στράβ. 609· ἐκ θατέρου [[θάτερον]] ἀντέβαλον 790· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 17, πρβλ. Μακκαβ. Β΄, ια΄, 13.
}}
}}