Anonymous

ὑπερβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] (s. [[βαίνω]]), 1) <b class="b2">darübergehen</b>; – a) räumlich überschreiten, übersteigen; [[τεῖχος]], Il. 12, 468; οἱ μὲν [[τεῖχος]] ὑπέρβασαν, = ὑπερέβησαν, 469; ὅθ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν, Od. 8, 80. 16, 11; οὐχ ὑπερβαίνουσι τείχη θεοί, Eur. Bacch. 653, u. öfter; τοὺς οὔρους, Her. 6, 108; [[οὔρεα]], 4, 25; von Flüssen, über die Ufer treten, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, 2, 13. 14; πάντες [[ἐξελθεῖν]] καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη, Thuc. 3, 20; τοὺς ὅρους, Plat. Legg. VIII, 143 c; – auch mit dem gen., τοῦ πύργου, Her. 3, 54; vgl. Eur. Ion 220. – b) <b class="b2">übertreten</b>, z. B. ein Gesetz, νόμους, Soph. Ant. 445. 477; absolut, fehlen, sündigen, ὅτε κέν τις [[ὑπερβήῃ]] καὶ ὁμάρτῃ, Il. 9, 501; vgl. Soph. [[ὅστις]] δ' ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται, Ant. 659; ὑπερβαίνοντες καὶ ἁμαρτάνοντες, Plat. Rep. II, 366 a; τὰς συνθήκας, Pol. 3, 26, 4. – c) unbeachtet lassen, <b class="b2">übergehen</b>, τί, Her. 3, 89; Plat. Crat. 415 c Tim. 54 a; Dem. u. Folgde. – 2) darüber hinausgehen,<b class="b2"> übertreffen</b>, besiegen; absolut, Theogn. 1009; Eur. Alc. 1080; τινά τινι, Einen worin, πάσῃ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβηκότες ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Pol. 12, 13, 1. 33, 12, 10. – 3) darüberstehen, zum Schutze, vertheidigen, τινί, τεκέεσσιν ὑπερβεβαῶτα, Opp. Hal. 1, 710. – 4) trans., im aor. I., Etwas darüber wegsetzen, tragen, heben, ὑπερβησάτω τὴν κνήμην ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευράς, den Schenkel über das Pferd weg an die rechte Seite setzen, Xen. Equit. 7, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] (s. [[βαίνω]]), 1) <b class="b2">darübergehen</b>; – a) räumlich überschreiten, übersteigen; [[τεῖχος]], Il. 12, 468; οἱ μὲν [[τεῖχος]] ὑπέρβασαν, = ὑπερέβησαν, 469; ὅθ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν, Od. 8, 80. 16, 11; οὐχ ὑπερβαίνουσι τείχη θεοί, Eur. Bacch. 653, u. öfter; τοὺς οὔρους, Her. 6, 108; [[οὔρεα]], 4, 25; von Flüssen, über die Ufer treten, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, 2, 13. 14; πάντες [[ἐξελθεῖν]] καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη, Thuc. 3, 20; τοὺς ὅρους, Plat. Legg. VIII, 143 c; – auch mit dem gen., τοῦ πύργου, Her. 3, 54; vgl. Eur. Ion 220. – b) <b class="b2">übertreten</b>, z. B. ein Gesetz, νόμους, Soph. Ant. 445. 477; absolut, fehlen, sündigen, ὅτε κέν τις [[ὑπερβήῃ]] καὶ ὁμάρτῃ, Il. 9, 501; vgl. Soph. [[ὅστις]] δ' ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται, Ant. 659; ὑπερβαίνοντες καὶ ἁμαρτάνοντες, Plat. Rep. II, 366 a; τὰς συνθήκας, Pol. 3, 26, 4. – c) unbeachtet lassen, <b class="b2">übergehen</b>, τί, Her. 3, 89; Plat. Crat. 415 c Tim. 54 a; Dem. u. Folgde. – 2) darüber hinausgehen,<b class="b2"> übertreffen</b>, besiegen; absolut, Theogn. 1009; Eur. Alc. 1080; τινά τινι, Einen worin, πάσῃ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβηκότες ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Pol. 12, 13, 1. 33, 12, 10. – 3) darüberstehen, zum Schutze, vertheidigen, τινί, τεκέεσσιν ὑπερβεβαῶτα, Opp. Hal. 1, 710. – 4) trans., im aor. I., Etwas darüber wegsetzen, tragen, heben, ὑπερβησάτω τὴν κνήμην ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευράς, den Schenkel über das Pferd weg an die rechte Seite setzen, Xen. Equit. 7, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ ὑπερέβην, Ἐπικ. ὑπέρβην. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπέρβᾰσαν Ἰλ. Μ. 469. Βαίνω [[ὑπεράνω]], [[ἀναβαίνω]] καὶ [[διαβαίνω]], μετ’ αἰτ., ὑπ. [[τεῖχος]] Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐδὸν Ὀδ. Θ. 80, κλπ.· τείχη Εὐρ. Βάκχ. 654, Θουκ. κλπ.· γεῖσα τειχέων Εὐρ. Φοίν. 1187· τάφρους ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111· ὑπ. δόμους, [[διαβαίνω]] τὸν οὐδὸν τῆς οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 382, ἐν Ἴωνι 514· ὑπ. τοὺς οὔρους, [[διαβαίνω]] τὰ ὅρια, Ἡρόδ. 6. 108· τὰ [[οὔρεα]], Αἷμον ὁ αὐτ. 4. 25, Θουκ. 2. 96· ὑπ. [[τέγος]] ὡς τοὺς γείτονας Δημ. 609. 15· (ἡ [[μετὰ]] γενικ. [[χρῆσις]] [[εἶναι]] ἀμφιβολωτάτη· παρ’ Ἡροδότῳ 3. 54, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἐπέβησαν· ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 1049 τὸ δόμων ὑπερβᾶσ’ (δηλ. ἐξελθοῦσα τῶν δόμων) ὁ Kirchhof διώρθωσεν ὑπεκβᾶσ’· ἐν Εὐρ. Ἴωνι 220 ὁ Ἕρμανος προτείνει πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ χωρίου τὴν λέξιν βηλὸν (βαλὸν ὁ Δινδ.)· - ἀπολ., ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· εἰς τὸ [[ἐπέκεινα]] ὑπ. (ἐξυπακ. τῶν ἡδονῶν) Πλάτ. Πολ. 587C· - ἐπὶ ποταμῶν ὑπερβαινόντων τὰς ὄχθας αὐτῶν, ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ. ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 13, 14· ἀπολ., εἰ ἐθέλει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς [[αὐτόθι]] 99. 2) [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, [[παραβαίνω]], θέμιν καὶ δίκαν Πινδ. Ἀποσπ. 4· νόμους τῶν Περσέων Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 449, 481, 663· τὰς πίστεις καὶ τοὺς ὅρκους Δημ. 153. 4· τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Πλάτ. Πολ. 373D· - καὶ ἀπολ., [[παραβαίνω]] τοὺς νόμους, ὅτε κέν τις [[ὑπερβήῃ]] (Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ.) καὶ ἁμάρτῃ Ἰλ. Ι. 501· ὑπ. καὶ ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 366Α, πρβλ. [[ὑπερβασία]]. 3) [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]], Λατιν. praetermitto, τοὺς προσεχέας Ἡρόδ. 3. 89· [[ἐντεῦθεν]], [[παραλείπω]], ἀφίνω, Πλάτ. Πολ. 528D, κ. ἀλλ.· ὑπ. τι τῷ λόγῳ Δημ. 51. 7· ὑπ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν ὁ αὐτ. 1398 ἐν τέλει· - [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν πλησιέστερον κληρονόμον, [[οἷον]] ἐν διαθήκῃ, Ἰσαῖ. 43. 34· - ὑπ. τῆς οὐσίας, [[παραλείπω]] [[μέρος]] αὐτῆς, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2. ΙΙ. προχωρῶ [[πέραν]] τινός, πλέον ὑπερβὰς ο΄ ἔτη, ἔχων ἡλικίαν πλειόνων ἢ τῶν 70 ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 755Α· ὑπ. τοῦτο, προβαίνουσι [[πέραν]] τούτου ἐν τῇ ἀπαιτήσει των, Πολύβ. 2. 15, 6· - ἀπολ., dies ὑπερβαίνοντες, ὑπεράριθμοι ἡμέραι ἐν τῷ ἡμερολογίῳ, Macrob. Sat. 1, 13. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπ. ἀρετῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· ὑπ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 478C· ἀπολ., Θέογν. 1015. ΙΙΙ. βαίνω ἄνωθέν τινος καὶ [[ὑπερασπίζω]] αὐτόν, [[μετὰ]] δοτ., τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα, «τεκέων ὑπερανιστάμενον, ὑπερμαχόμενον» (Σχόλ.), Ὀππ. Ἁλ. 1. 710. Β. Μεταβ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορίστ. α΄, [[ὑπερβάλλω]], θέτω [[ὑπεράνω]], ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, ὡς [[ὁδηγία]] πρὸς τὸν ἀναβαίνοντα ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 7. 2.
}}
}}