Anonymous

ἐνθυμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; [[οἶμαι]] καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – [[περί]] τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; [[οἶμαι]] καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – [[περί]] τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνθῡμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] αὐτὸ [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι [[συχνάκις]] συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) [[μετὰ]] γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι πολὺ [[περί]] τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ [[Ζεὺς]] τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., [[σκέπτομαι]] ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς [[σφόδρα]] μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) [[μετὰ]] μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι [[ἐντός]], «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ [[οἶδα]] [[κάρτα]] σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. [[ἐνθυμίζομαι]], [[ἐνθύμιος]]. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) [[ἐξάγω]] συμπεράσματα, [[συμπεραίνω]], τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. [[ἐνθύμημα]]. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ [[ἐνθυμέομαι]] ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).
}}
}}