Anonymous

ἀποπιέζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] auspressen, Hippocr. Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] auspressen, Hippocr. Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπιέζω''': μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ [[αἷμα]] ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ [[νάρκη]] γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... [[ὅταν]] ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - [[ὡσαύτως]] -[[πιάζω]], Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.
}}
}}