Anonymous

προσκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] praes. zu [[προσκέπτομαι]], 1) vorhersehen, voraussehen, mit Vorsicht besorgen, verwalten; σὺ δ' οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν, Soph. Ant. 684; πάντα προσκοπεῖν [[χρεών]], Eur. Heracl. 471; τὰ κοινά, Thuc. 1, 120. 4, 61; Xen. u. Folgde, wie Luc. pro merc cond. 13; auch im med., Eur. Med. 460 I. A. 1098. – 2) ein [[πρόσκοπος]] sein, um im voraus zu erspähen, auszukundschaften, Theophr. char. 25, 2. u. als dep. msd., noch dazu betrachten, Strab. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] praes. zu [[προσκέπτομαι]], 1) vorhersehen, voraussehen, mit Vorsicht besorgen, verwalten; σὺ δ' οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν, Soph. Ant. 684; πάντα προσκοπεῖν [[χρεών]], Eur. Heracl. 471; τὰ κοινά, Thuc. 1, 120. 4, 61; Xen. u. Folgde, wie Luc. pro merc cond. 13; auch im med., Eur. Med. 460 I. A. 1098. – 2) ein [[πρόσκοπος]] sein, um im voraus zu erspähen, auszukundschaften, Theophr. char. 25, 2. u. als dep. msd., noch dazu betrachten, Strab. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προσκοπέω''': μέλλ. προσκέψομαι˙ ἀόρ. προὐσκεψάμην (ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς [[προσκέπτομαι]], [[ὅθεν]] παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσε προὔσκεπτο ὡς ὑπερσ. ἀντὶ προὐσκέπτετο, πρβλ. [[σκέπτομαι]]). Παρατηρῶ, [[στοχάζομαι]], [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]] πρότερον, [[προβλέπω]], προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτῷ Ἡρόδ. 7, 10, 4˙ ἅπαντα πρ. [[αὐτόθι]] 177˙ πάντα προσκοπεῖν Σοφ. Ἀντ. 688, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 470˙ τὸ σὸν προσκέψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257˙ τὰ κοινὰ προσκοπεῖν Θουκ. 1. 120, πρβλ. 4. 61˙ μὴ παθεῖν προεσκόπουν ὁ αὐτ. 3. 83˙ προσκέψασθαι ὅτι... [[αὐτόθι]] 57˙ τῆς νυκτὸς προσκόπει, τί σοι ποιήσουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42˙ οὐδεὶς εἰς τὰ πάντα προσκοπεῖ, [[εἶναι]] [[προνοητικός]], Μενάνδρ. Μονόστ. 486˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸ σόν γε προσκοπούμενος Εὐρ. Μήδ. 459. 2) φυλάττω (ὡς [[πρόσκοπος]], ἢ [[κατάσκοπος]]), προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα Ἀριστοφ. Ἱππ. 154˙ ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσκοπουμένη πόσιν Εὐρ. Ι. Α. 1098˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρ. ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι Θεοφρ. χαρακτ. 25. 2. 3) προτιμῶ, πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν Εὐρ. Φοίν. 473. ΙΙ. Παθ., τῶν... προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων Πλάτ. Πολ. 435D· τὰ ῥηθησόμενα αὐτοῖς προὔσκεπτο Θουκ. 8. 66 (ἴδε ἐν ἀρχῇ).
}}
}}