Anonymous

ἀναστέφω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(c2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις Eur. Hipp. 806.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις Eur. Hipp. 806.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναστέφω''': μέλλ. -ψω: ‒ [[στέφω]], στεφανώνω: τὸν σὸν [[κρᾶτα]] Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι [[αὐτόθι]] 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]]... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
}}
}}