3,277,206
edits
(13_6a) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] dep. med., 1) ausarbeiten, vollenden, übh. etwas wozu machen, τοιοῦτός ἐστιν, οἷον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἕκαστον ἀπεργάζεται Plat. Gorg. 460 b; ἕτερον τοῦ ὄντος Soph. 256 d; νίκην Legg. I, 647 d, u. öfter; εἴδωλα Xen. Mem. 1, 4, 4; δικαίους τοὺς οἰκέτας Oec. 14, 6; Folgde. Mit doppeltem acc., ἀγαθόν τινα, Einem etwas Gutes erweisen, Plat. Charm. 173 b; ἀπείργασμαι, theils passiv., Polit. 267 d u. sonst oft, theils act., τὴν χώραν ἔρημον ἀπείργασται Legg. IV, 704 c; aor. pass. ἀπεργασθέντα Rep. II, 374 c. – 2) abarbeiten (nach VLL. ἀποδοὺς ἐξ ὧν εἰργάσατο), Xen. Mem. 1, 6, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] dep. med., 1) ausarbeiten, vollenden, übh. etwas wozu machen, τοιοῦτός ἐστιν, οἷον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἕκαστον ἀπεργάζεται Plat. Gorg. 460 b; ἕτερον τοῦ ὄντος Soph. 256 d; νίκην Legg. I, 647 d, u. öfter; εἴδωλα Xen. Mem. 1, 4, 4; δικαίους τοὺς οἰκέτας Oec. 14, 6; Folgde. Mit doppeltem acc., ἀγαθόν τινα, Einem etwas Gutes erweisen, Plat. Charm. 173 b; ἀπείργασμαι, theils passiv., Polit. 267 d u. sonst oft, theils act., τὴν χώραν ἔρημον ἀπείργασται Legg. IV, 704 c; aor. pass. ἀπεργασθέντα Rep. II, 374 c. – 2) abarbeiten (nach VLL. ἀποδοὺς ἐξ ὧν εἰργάσατο), Xen. Mem. 1, 6, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι: ― ἀόρ. -ειργασάμην: πρκμ. -είργασμαι, [[ὅστις]] ὁτὲ μὲν [[εἶναι]] ἐνεργητ., ὁτὲ δὲ παθητ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704C, Τίμ. 30Β, κ. ἀλλ., πρὸς τὴν Πολ. 566Α, Φαῖδρ. 272Α, κ. ἀλλ.: ― ἀόρ. -ειργάσθην, ἀεὶ ἐπὶ παθ. σημασίας, ὁ αὐτ. Πολ. 374C, κ. ἀλλ.: ἀποθ. Ἀποτελειώνω τι, κατεργάζομαί τι [[μετὰ]] τελειότητος, [[κατασκευάζω]] τι [[μετὰ]] τέχνης, καθιστῶ τέλειον, ἀποπληρῶ, τὰ ξύλινα τοῦ τείχους τίνες ἀπειργάσαντ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1154· [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ., [[ἔργον]] ἀπ. Γοργ. 454Α, Πολ. 353Β, 603Α, κ. ἀλλ., καθιστῶ, εὐδαίμονα πόλιν ἀπ. Νόμ. 683Β· τόν τε πολιτικὸν ἀπ. καὶ τὸν φιλόσοφον Πολιτικ. 257Α· ἡ [[τέχνη]] ἐπιτελεῖ, ἃ ἡ [[φύσις]] ἀδυνατεῖ ἀπεργάσασθαι Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 8. 2) ἐπὶ ζῳγράφου, ἀποτελειώνω διὰ χρωμάτων, [[παριστάνω]] ἢ [[ἐκφράζω]] τελείως, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ὑπογράψαι (σχεδιάσαι ἢ σκιαγραφῆσαι), Πλάτ. Πολ. 548D, πρβλ. 504D: ἐν γένει, [[κάμνω]], [[σχηματίζω]], προξενῶ, ὁ αὐτ. Φίλ. 24C, κτλ. 3) ἐκτελῶ, ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀπεργάζεσθαι τοῦτο Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5. ΙΙ. προξενῶ, [[παράγω]], δόξαν ψευδῆ Πλάτ. Φίλ. 40D· νίκην ὁ αὐτ. Νόμ. 647Β· πανουργίαν ἀντὶ σοφίας [[αὐτόθι]] 747C· ὀσμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 327, κτλ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. καθιστῶ, ἀγαθὸν ἀπ. τινα Ξεν. Συμπ. 8. 35· τοὺς παῖδας ἀπ. δειλοτέρους Πλάτ. Πολ. 381Ε, πρβλ. Πολιτικ. 287Α, κ. ἀλλ.: ― οὕτω καὶ ὁ πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ. ἀπειργασμένος [[τύραννος]], [[τέλειος]], εἰς τὴν ἐντέλειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 566Α· [[τέχνη]] ἀπειργασμένη ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Α· ἀνὴρ ἀπ. καλὸς κἀγαθὸς Ξεν. Οἰκ. 11. 3. 2) [[μεταβάλλω]] τι εἰς ἕτερον, ἀπ. [[ὕδωρ]] γῆν, πῦρ ἀέρα, [[μεταβάλλω]] τὴν γῆν εἰς [[ὕδωρ]], τὸν ἀέρα εἰς πῦρ, Πλάτ. Τίμ. 61Β. 3) ἀπ. τινά τι, [[κάμνω]] τι εἴς τινα, ὅ τι ἀγαθὸν ἡμᾶς ἀπεργάζεται ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Λ. πρβλ. Ἀντεραστ. 135C. | |||
}} | }} |